Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Π"
πράξη
[η], ουσιαστικό 1) Μία πράξη είναι κάτι που κάνουμε. 2) O πολλαπλασιασμός, η πρόσθεση, η αφαίρεση και η διαίρεση είναι πράξεις της αριθμητικής. 1) O κύριος Μιχάλης έκανε μία πολύ καλή πράξη. Έφτιαξε ένα ξύλινο σπιτάκι για τα κουταβάκια. πρά-ξη
πράσινος, πράσινη, πράσινο
επίθετο 1) Όταν κάτι είναι πράσινο, έχει το χρώμα του χορταριού ή των φύλλων. 2) Το πράσινο πάει πολύ στο Νίκο που έχει ξανθά μαλλιά. 3) Όταν κάποιος ζηλεύει πολύ, λέμε ότι γίνεται πράσινος από ζήλια. 4) (σαν ουσιαστικό): Στη γειτονιά της Αθηνάς υπάρχει πολύ πράσινο. Πολλά δέντρα, φυσικό περιβάλλον. 1) Η πρασινάδα είναι πολλά πράσινα φυτά μαζεμένα σ' ένα μέρος. 2) Όταν κάτι πρασινίζει, παίρνει πράσινο χρώμα. πρά-σι-νο 'τα χρώματα'
πράσο
[το], ουσιαστικό 1) Το πράσο είναι ένα λαχανικό με μακριά φύλλα, μισά πράσινα, μισά άσπρα. Μοιάζει με το φρέσκο κρεμμυδάκι, είναι όμως πιο χοντρό και πιο μακρύ. Τα πράσα τα βάζουμε στις χορτόπιτες και τις σούπες. 2) Λέμε ότι πιάνεις κάποιον στα πράσα, όταν τον βλέπεις να κάνει κάτι κακό στα κρυφά. πρά-σο
πρατήριο
[το], ουσιαστικό Το πρατήριο είναι ένα κατάστημα που πουλάει πάντα ένα συγκεκριμένο προϊόν. Το βενζινάδικο λέγεται και πρατήριο βενζίνης. πρα-τή-ρι-ο
πρέπει
ρήμα 1) Όταν πρέπει να κάνεις κάτι, είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, ακόμη κι αν αυτό δε σου αρέσει. 2) «Πρέπει να είναι κοντά το εκκλησάκι παιδιά, κουράγιο» είπε ο Κώστας στους φίλους του. Μάλλον είναι κοντά. 1) «Κώστα, σήκω αμέσως από το κρεβάτι, γιατί πρέπει να ετοιμαστείς για το σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. πρέ-πει Χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο του ενικού αριθμού.
πρήζω
πρήζω, πρήζομαι, ρήμα 1) Όταν κάποιο μέρος του σώματός σου πρήζεται, φουσκώνει και πονάει. 2) Λέμε ότι πρήζεις κάποιον, όταν τον ενοχλείς πάρα πολύ. 1) O Ίγκλι χτύπησε το χέρι του στο ποδόσφαιρο και πρήστηκε το δάχτυλό του. φούσκωμα πρήξιμο πρή-ζω
πρίγκιπας, πριγκίπισσα
[ο], [η], ουσιαστικό Τα παιδιά ενός βασιλιά και μίας βασίλισσας γίνονται πρίγκιπες και πριγκίπισσες. πρί-γκι-πας
πρίζα
[η], μπρίζα, [η], ουσιαστικό Για να λειτουργήσει η τηλεόραση,το σίδερο και το ψυγείο, βάζουμε το καλώδιο στην πρίζα. Η πρίζα είναι το μέρος απ' όπου παίρνουν ηλεκτρικό ρεύμα οι ηλεκτρικές συσκευές. πρί-ζα 'το δωμάτιο'
πριν
επίρρημα 1) «Τι μου είπες πριν;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την Αθηνά. Τι μου είπες πιο νωρίς, πριν από λίγο; 2) Πριν ανοίξει το βάζο με το γλυκό, η Αθηνά κοίταξε μήπως τη δει κανείς. Πρώτα κοίταξε ολόγυρα και μετά άνοιξε το βάζο. 3) Όταν ένα πράγμα είναι πριν από κάποιο άλλο, βλέπουμε πρώτα αυτό και μετά το άλλο. 1) Καθώς ερχόμαστε στο σπίτι από το μετρό, το σχολείο των παιδιών βρίσκεται πριν από το ταχυδρομείο. 1), 3) μετά πριν
πριόνι
[το], ουσιαστικό Το πριόνι είναι ένα μεταλλικό εργαλείο με πολλά μυτερά δοντάκια. Με το πριόνι κόβουμε κλαδιά και ξύλα. O κύριος Μιχάλης πήρε ένα πριόνι κι άρχισε να πριονίζει τις σανίδες. πρι-ό-νι 'τα εργαλεία'

