Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 500 Λήμματα [381 - 390]

πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί

επίθετο
1) Όταν κάτι είναι πορτοκαλί, έχει το χρώμα του πορτοκαλιού, δηλαδή έχει ένα χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο. 2) (σαν ουσιαστικό) Το πορτοκαλί είναι το αγαπημένο χρώμα του Ίγκλι.
πορτοκάλι
πορ-το-κα-λής
'τα χρώματα'

πορτοκάλι

[το], ουσιαστικό
Το πορτοκάλι είναι ένα φθινοπωρινό στρογγυλό, πορτοκαλί φρούτο με γλυκόξινη γεύση και χοντρή μυρωδάτη φλούδα. Το τρώμε ή το στύβουμε για να πιούμε το χυμό του.
1) Το πορτοκάλι φυτρώνει στην πορτοκαλιά. 2) O χυμός πορτοκάλι λέγεται πορτοκαλάδα. Πορτοκαλάδα λέγεται και το αναψυκτικό με γεύση πορτοκάλι που έχει ανθρακικό.
πορ-το-κά-λι
Αν μου αλλάξεις μία συλλαβή φτιάχνεις το όνομα ενός φρούτου. Ποια λέξη είμαι;

πορτοφόλι

[το], ουσιαστικό
Στο πορτοφόλι βάζεις τα χρήματά σου. Είναι μία μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που χωράει στην τσέπη σου ή στην τσάντα σου.
πορ-το-φό-λι

ποσό

[το], ουσιαστικό
Πολλά χρήματα μαζεμένα κάνουν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Λίγα χρήματα κάνουν ένα μικρό ποσό.
O Κώστας και η Αθηνά σκέφτονταν τι μπορούσαν ν' αγοράσουν με το ποσό που μάζεψαν από τα κάλαντα.
O θείος Αλέκος κάνει δίαιτα. Δεν τρώει μεγάλη ποσότητα ζάχαρης αλλά τρώει μεγάλες ποσότητες από φρούτα και λαχανικά. Tρώει δηλαδή λίγη ζάχαρη και πολλά φρούτα και λαχανικά.
πο-σό

ποσότητα

[η], ουσιαστικό
ποσό

πόστερ

[το], ουσιαστικό
Tα πόστερ είναι οι αφίσες που κρεμάμε στον τοίχο για να ομορφύνουμε ένα χώρο.
αφίσα
πό-στερ
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

ποτάμι

[το], ποτάμι και ποταμός, [ο], ουσιαστικό
Το ποτάμι είναι πολύ νερό που ξεκινάει από μία πηγή και φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Το νερό του ποταμού κυλάει συνέχεια. Την αρχή του ποταμού τη λέμε κοίτη και τις λωρίδες ξηράς που βρίσκονται και από τις δύο μεριές του τις λέμε όχθες.
πο-τά-μι

ποτήρι

[το], ουσιαστικό
Πίνουμε χυμό, νερό, κρασί ή κάποιο άλλο ποτό σε ποτήρι. Υπάρχουν γυάλινα, πλαστικά και χάρτινα ποτήρια. Πίνουμε νερό σε νεροπότηρα, κρασί σε ποτήρια κρασιού και μπίρα σε ποτήρια μπίρας.
O Κώστας πίνει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι κάθε πρωί, δηλαδή πίνει τόσο χυμό όσο χωράει στο ποτήρι.
πο-τή-ρι
'η κουζίνα', 'το πάρτι'

ποτίζω

ποτίζω, ποτίζομαι, ρήμα
Όταν ποτίζεις, ρίχνεις νερό στα φυτά για να μην ξεραθούν.
Η κυρία Μαργαρίτα έχει ένα ποτιστήρι για να ποτίζει τις γλάστρες στη βεράντα. Όμως το καλοκαίρι τα φυτά χρειάζονται καθημερινό πότισμα. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει ποτιστικό μηχάνημα για να ποτίζονται αυτόματα.
πο-τί-ζω

ποτιστήρι

[το], ουσιαστικό
ποτίζω