Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 74 Λήμματα [71 - 74]

οφθαλμίατρος

[ο], ουσιαστικό
O οφθαλμίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα μάτια μας.
ο-φθα-λμί-α-τρος

όχθη

[η], ουσιαστικό
Η όχθη του ποταμού ή της λίμνης είναι η στεριά που βρίσκεται στην άκρη του ποταμού ή της λίμνης και βρέχεται από το νερό.
ό-χθη

οχιά

[η], ουσιαστικό
1) Η οχιά είναι ένα επικίνδυνο φίδι που ζει στην Ελλάδα. Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφέ. 2) Oχιά λέμε και κάποιον άνθρωπο που είναι κακός, ύπουλος κι επικίνδυνος.
ο-χιά

όψη

[η], ουσιαστικό
1) Άλλαξε η όψη της κυρίας Μαργαρίτας με το καινούριο χτένισμα. Άλλαξε το πρόσωπό της. 2) Η όψη ενός πράγματος είναι αυτό που εμείς βλέπουμε.
2) «Άλλαξε η όψη της Αθήνας με τους Oλυμπιακούς Αγώνες» είπε η Αλίκη.
ό-ψη