Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ο"
οφθαλμίατρος
[ο], ουσιαστικό O οφθαλμίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα μάτια μας. ο-φθα-λμί-α-τρος
όχθη
[η], ουσιαστικό Η όχθη του ποταμού ή της λίμνης είναι η στεριά που βρίσκεται στην άκρη του ποταμού ή της λίμνης και βρέχεται από το νερό. ό-χθη
οχιά
[η], ουσιαστικό 1) Η οχιά είναι ένα επικίνδυνο φίδι που ζει στην Ελλάδα. Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφέ. 2) Oχιά λέμε και κάποιον άνθρωπο που είναι κακός, ύπουλος κι επικίνδυνος. ο-χιά
όψη
[η], ουσιαστικό 1) Άλλαξε η όψη της κυρίας Μαργαρίτας με το καινούριο χτένισμα. Άλλαξε το πρόσωπό της. 2) Η όψη ενός πράγματος είναι αυτό που εμείς βλέπουμε. 2) «Άλλαξε η όψη της Αθήνας με τους Oλυμπιακούς Αγώνες» είπε η Αλίκη. ό-ψη

