Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 74 Λήμματα [61 - 70]

όστρακο

[το], ουσιαστικό
Το όστρακο κλείνει μέσα του και προστατεύει το μαλακό μέρος κάποιων ζώων.
O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν πολλά πολύχρωμα όστρακα στις παραλίες της Κρήτης.
κοχύλι, κέλυφος
ό-στρα-κο

όσφρηση

[η], ουσιαστικό
Χθες η Αθηνά δεν είχε καθόλου όσφρηση, γιατί ήταν συναχωμένη. Δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα.
ό-σφρη-ση

ουδέτερος, ουδέτερη, ουδέτερο

επίθετο
Όταν σ' έναν καβγά είσαι ουδέτερος, δεν παίρνεις τη θέση ούτε του ενός ούτε του άλλου.
ου-δέ-τε-ρος

ούζο

[το], ουσιαστικό
Το ούζο είναι ένα ποτό για τους μεγάλους. Έχει μέσα πολύ οινόπνευμα. Όταν του ρίχνεις νερό, γίνεται άσπρο.
ού-ζο

ούλο

[το], ουσιαστικό
Τα ούλα κρατούν τα δόντια σου στη θέση τους.
ού-λο

ουρά

[η], ουσιαστικό
1) Πολλά ζώα έχουν ουρά. 2) Η ουρά του αεροπλάνου είναι το πίσω μέρος του. 3) Έξω από το σινεμά περίμεναν ουρές ανθρώπων. O θείος Σταμάτης ήθελε να φύγουν αλλά η θεία Κατερίνα είπε να μπουν στην ουρά και να περιμένουν.
1) O σκύλος του κυρίου Μιχάλη κούνησε την ουρά του από χαρά, μόλις είδε την Αθηνά και την Ελένη.
3) σειρά
ου-ρά

ουράνιο τόξο

[το], ουσιαστικό
ουρανός, τόξο

ουρανοξύστης

[ο], ουσιαστικό
O ουρανοξύστης είναι ένα κτίριο με πάρα πολλούς ορόφους και μεγάλο ύψος. Στην Αμερική έχει πολλούς ουρανοξύστες.
ουρανός
ου-ρα-νο-ξύ-στης

ουρανός

[ο], ουσιαστικό
Βλέπουμε τον ουρανό ψηλά πάνω από το κεφάλι μας, όταν είμαστε έξω. Όταν κάνει καλό καιρό, είναι γαλάζιος. Όταν βρέχει, είναι γκρίζος και γεμάτος σύννεφα.
Μόλις σταμάτησε η βροχή, βγήκε στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο.
ου-ρα-νός

ουρλιάζω

ρήμα
1) Τα άγρια ζώα ουρλιάζουν. 2) Όταν οι άνθρωποι ουρλιάζουν, φωνάζουν πολύ δυνατά.
1) O θείος Αλέκος αναστατώθηκε, όταν άκουσε ένα λύκο να ουρλιάζει. Είχαν μπει στο χωριό λύκοι; 2) «Να μην ξαναγίνει αυτό!» ούρλιαξε ο κύριος Μιχάλης, όταν είδε το σπασμένο παράθυρο.
Τα παιδιά άκουσαν το ουρλιαχτό του κυρίου Μιχάλη και φοβήθηκαν.
ουρ-λιά-ζω