Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ο"
όστρακο
[το], ουσιαστικό Το όστρακο κλείνει μέσα του και προστατεύει το μαλακό μέρος κάποιων ζώων. O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν πολλά πολύχρωμα όστρακα στις παραλίες της Κρήτης. κοχύλι, κέλυφος ό-στρα-κο
όσφρηση
[η], ουσιαστικό Χθες η Αθηνά δεν είχε καθόλου όσφρηση, γιατί ήταν συναχωμένη. Δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα. ό-σφρη-ση
ουδέτερος, ουδέτερη, ουδέτερο
επίθετο Όταν σ' έναν καβγά είσαι ουδέτερος, δεν παίρνεις τη θέση ούτε του ενός ούτε του άλλου. ου-δέ-τε-ρος
ούζο
[το], ουσιαστικό Το ούζο είναι ένα ποτό για τους μεγάλους. Έχει μέσα πολύ οινόπνευμα. Όταν του ρίχνεις νερό, γίνεται άσπρο. ού-ζο
ούλο
[το], ουσιαστικό Τα ούλα κρατούν τα δόντια σου στη θέση τους. ού-λο
ουρά
[η], ουσιαστικό 1) Πολλά ζώα έχουν ουρά. 2) Η ουρά του αεροπλάνου είναι το πίσω μέρος του. 3) Έξω από το σινεμά περίμεναν ουρές ανθρώπων. O θείος Σταμάτης ήθελε να φύγουν αλλά η θεία Κατερίνα είπε να μπουν στην ουρά και να περιμένουν. 1) O σκύλος του κυρίου Μιχάλη κούνησε την ουρά του από χαρά, μόλις είδε την Αθηνά και την Ελένη. 3) σειρά ου-ρά
ουράνιο τόξο
[το], ουσιαστικό ουρανός, τόξο
ουρανοξύστης
[ο], ουσιαστικό O ουρανοξύστης είναι ένα κτίριο με πάρα πολλούς ορόφους και μεγάλο ύψος. Στην Αμερική έχει πολλούς ουρανοξύστες. ουρανός ου-ρα-νο-ξύ-στης
ουρανός
[ο], ουσιαστικό Βλέπουμε τον ουρανό ψηλά πάνω από το κεφάλι μας, όταν είμαστε έξω. Όταν κάνει καλό καιρό, είναι γαλάζιος. Όταν βρέχει, είναι γκρίζος και γεμάτος σύννεφα. Μόλις σταμάτησε η βροχή, βγήκε στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο. ου-ρα-νός
ουρλιάζω
ρήμα 1) Τα άγρια ζώα ουρλιάζουν. 2) Όταν οι άνθρωποι ουρλιάζουν, φωνάζουν πολύ δυνατά. 1) O θείος Αλέκος αναστατώθηκε, όταν άκουσε ένα λύκο να ουρλιάζει. Είχαν μπει στο χωριό λύκοι; 2) «Να μην ξαναγίνει αυτό!» ούρλιαξε ο κύριος Μιχάλης, όταν είδε το σπασμένο παράθυρο. Τα παιδιά άκουσαν το ουρλιαχτό του κυρίου Μιχάλη και φοβήθηκαν. ουρ-λιά-ζω

