Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 74 Λήμματα [41 - 50]

όραση

[η], ουσιαστικό
O παππούς του Κώστα δεν έχει καλή όραση και γι' αυτό φοράει γυαλιά. Δε βλέπει καλά.
Στο χωριό του θείου Αλέκου η γέφυρα είναι ορατή από μακριά, γιατί είναι πολύ μεγάλη. Μπορούμε να τη δούμε από μακριά.
ό-ρα-ση

οργανισμός

[ο], ουσιαστικό
1) O οργανισμός είναι όλα μαζί τα μέρη και τα όργανα του σώματός μας. 2) Καθετί που είναι ζωντανό είναι ένας οργανισμός.
1) «Το νερό είναι απαραίτητο για τον οργανισμό μας» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα και την Αθηνά. 2) Τα ζώα είναι διαφορετικοί οργανισμοί από τα φυτά.
ορ-γα-νι-σμός

όργανο

[το], ουσιαστικό
1) Η καρδιά και το στομάχι είναι όργανα του ανθρώπινου σώματος. Τα όργανα κάνουν μία ορισμένη δουλειά. 2) Η κιθάρα και το βιολί είναι μουσικά όργανα που παίζουν μουσική.
όρ-γα-νο

οργανώνω

οργωνώνω, οργανώνομαι, ρήμα
Όταν οργανώνεις μία γιορτή, κανονίζεις πώς ακριβώς θα γίνει η γιορτή.
Η θεία Κατερίνα οργάνωσε μία γιορτή για τα γενέθλια του θείου Σταμάτη.
Στην οργάνωση της γιορτής βοήθησε και η κυρία Μαργαρίτα.
ορ-γα-νώ-νω

οργώνω

οργώνω, οργώνομαι, ρήμα
Όταν ο γεωργός οργώνει, σκάβει το χωράφι του με το αλέτρι ή με το τρακτέρ για να μπορεί μετά να το καλλιεργήσει.
Το όργωμα της γης γίνεται το φθινόπωρο.
ορ-γώ-νω

όρεξη

[η], ουσιαστικό
1) Όταν έχεις όρεξη, θέλεις να φας το φαγητό σου. 2) Όταν έχεις όρεξη για κάτι, θέλεις να το κάνεις.
1) O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή στο βουνό. Η εκδρομή τους άνοιξε την όρεξη κι έφαγαν πολύ. 2) Στη γιορτή ο Κώστας και η Αθηνά είχαν όρεξη για μουσική και ο θείος Σταμάτης τους άφησε να τραγουδήσουν ένα τραγούδι.
1) ανορεξία 2) διάθεση, κέφι
ό-ρε-ξη

όρθιος, όρθια, όρθιο

επίθετο
1) Όταν είσαι όρθιος, στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να κάθεσαι κάπου ή να είσαι ξαπλωμένος. 2) «Καλύτερα να βάλουμε τα βιβλία όρθια στη βιβλιοθήκη» είπε η Αθηνά στον Κώστα. Να τα βάλουμε δηλαδή με τη στενή πλευρά τους προς τα κάτω.
1) Έξω από το σινεμά είχε μία τεράστια ουρά. Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης μπήκαν κι αυτοί στην ουρά και περίμεναν όρθιοι πολλή ώρα.
1. καθιστός, ξαπλωτός
όρ-θι-ος

ορθογραφία

[η], ουσιαστικό
Όταν ξέρεις ορθογραφία, ξέρεις να γράφεις σωστά τις λέξεις χωρίς να κάνεις λάθη.
ορ-θο-γρα-φί-α

ορίζοντας

[ο], ουσιαστικό
O ορίζοντας είναι η γραμμή που νομίζουμε ότι υπάρχει εκεί που ο ουρανός ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα.
O Κώστας κοιτούσε για ώρες μακριά στον ορίζοντα για να δει αν έρχεται κάποιο πλοίο στην Κρήτη. Καθόταν εκεί μέχρι που σκοτείνιασε και ο ήλιος εξαφανίστηκε στον ορίζοντα.
ο-ρί-ζο-ντας

οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο

επίθετο
Όταν κάτι είναι οριζόντιο, είναι παράλληλο προς το έδαφος, δεν είναι όρθιο ή πλάγιο.
«Το τραπέζι είναι οριζόντιο για να μη γλιστρούν τα πιάτα και πέφτουν κάτω» είπε γελώντας η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.
ορίζοντας
ο-ρι-ζό-ντι-ος