Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ο"
όραση
[η], ουσιαστικό O παππούς του Κώστα δεν έχει καλή όραση και γι' αυτό φοράει γυαλιά. Δε βλέπει καλά. Στο χωριό του θείου Αλέκου η γέφυρα είναι ορατή από μακριά, γιατί είναι πολύ μεγάλη. Μπορούμε να τη δούμε από μακριά. ό-ρα-ση
οργανισμός
[ο], ουσιαστικό 1) O οργανισμός είναι όλα μαζί τα μέρη και τα όργανα του σώματός μας. 2) Καθετί που είναι ζωντανό είναι ένας οργανισμός. 1) «Το νερό είναι απαραίτητο για τον οργανισμό μας» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα και την Αθηνά. 2) Τα ζώα είναι διαφορετικοί οργανισμοί από τα φυτά. ορ-γα-νι-σμός
όργανο
[το], ουσιαστικό 1) Η καρδιά και το στομάχι είναι όργανα του ανθρώπινου σώματος. Τα όργανα κάνουν μία ορισμένη δουλειά. 2) Η κιθάρα και το βιολί είναι μουσικά όργανα που παίζουν μουσική. όρ-γα-νο
οργανώνω
οργωνώνω, οργανώνομαι, ρήμα Όταν οργανώνεις μία γιορτή, κανονίζεις πώς ακριβώς θα γίνει η γιορτή. Η θεία Κατερίνα οργάνωσε μία γιορτή για τα γενέθλια του θείου Σταμάτη. Στην οργάνωση της γιορτής βοήθησε και η κυρία Μαργαρίτα. ορ-γα-νώ-νω
οργώνω
οργώνω, οργώνομαι, ρήμα Όταν ο γεωργός οργώνει, σκάβει το χωράφι του με το αλέτρι ή με το τρακτέρ για να μπορεί μετά να το καλλιεργήσει. Το όργωμα της γης γίνεται το φθινόπωρο. ορ-γώ-νω
όρεξη
[η], ουσιαστικό 1) Όταν έχεις όρεξη, θέλεις να φας το φαγητό σου. 2) Όταν έχεις όρεξη για κάτι, θέλεις να το κάνεις. 1) O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή στο βουνό. Η εκδρομή τους άνοιξε την όρεξη κι έφαγαν πολύ. 2) Στη γιορτή ο Κώστας και η Αθηνά είχαν όρεξη για μουσική και ο θείος Σταμάτης τους άφησε να τραγουδήσουν ένα τραγούδι. 1) ανορεξία 2) διάθεση, κέφι ό-ρε-ξη
όρθιος, όρθια, όρθιο
επίθετο 1) Όταν είσαι όρθιος, στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να κάθεσαι κάπου ή να είσαι ξαπλωμένος. 2) «Καλύτερα να βάλουμε τα βιβλία όρθια στη βιβλιοθήκη» είπε η Αθηνά στον Κώστα. Να τα βάλουμε δηλαδή με τη στενή πλευρά τους προς τα κάτω. 1) Έξω από το σινεμά είχε μία τεράστια ουρά. Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης μπήκαν κι αυτοί στην ουρά και περίμεναν όρθιοι πολλή ώρα. 1. καθιστός, ξαπλωτός όρ-θι-ος
ορθογραφία
[η], ουσιαστικό Όταν ξέρεις ορθογραφία, ξέρεις να γράφεις σωστά τις λέξεις χωρίς να κάνεις λάθη. ορ-θο-γρα-φί-α
ορίζοντας
[ο], ουσιαστικό O ορίζοντας είναι η γραμμή που νομίζουμε ότι υπάρχει εκεί που ο ουρανός ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα. O Κώστας κοιτούσε για ώρες μακριά στον ορίζοντα για να δει αν έρχεται κάποιο πλοίο στην Κρήτη. Καθόταν εκεί μέχρι που σκοτείνιασε και ο ήλιος εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. ο-ρί-ζο-ντας
οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο
επίθετο Όταν κάτι είναι οριζόντιο, είναι παράλληλο προς το έδαφος, δεν είναι όρθιο ή πλάγιο. «Το τραπέζι είναι οριζόντιο για να μη γλιστρούν τα πιάτα και πέφτουν κάτω» είπε γελώντας η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. ορίζοντας ο-ρι-ζό-ντι-ος

