Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ξ"

Βρέθηκαν 79 Λήμματα [51 - 60]

ξεφωνίζω

ρήμα
Όταν ξεφωνίζεις, φωνάζεις πολύ δυνατά.
-Τι ξεφωνίζεις έτσι, Μιχάλη; -Κάποιος έσπασε το τζάμι, θεία.
Ο κύριος Μιχάλης χάλασε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του.
φωνή
ξε-φω-νί-ζω

ξέφωτο

[το], ουσιαστικό
Το ξέφωτο είναι ένα κομμάτι γης μέσα στο δάσος που δεν έχει καθόλου δέντρα.
φως
ξέ-φω-το

ξεχασιάρης, ξεχασιάρα, ξεχασιάρικο

επίθετο
ξεχνώ

ξεχειλίζω

1) Όταν το ποτήρι ξεχειλίζει, τότε το ποτήρι έχει γεμίσει και το νερό χύνεται απέξω. 2) Λέμε ότι ξεχείλισε το ποτήρι, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι δεν έχουμε πια υπομονή.
«Σταμάτα, μη βάζεις άλλο νερό, το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και θα βρέξεις το τραπεζομάντηλο!» φώναξε ο θείος Τάκης στην Αθηνά.
Ο θείος Αλέκος λέει ότι με το ξεχείλισμα του ποταμού γέμισαν με νερό όλα τα χωράφια του χωριού.
χείλος
ξε-χει-λί-ζω

ξεχειλώνω

ρήμα
Όταν τα ρούχα σου ξεχειλώνουν, τότε γίνονται πιο φαρδιά και μεγάλα απ' ό,τι πριν.
«Μην τραβάς την μπλούζα σου έτσι, θα την ξεχειλώσεις!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.
ξεχείλωμα
ξε-χει-λώ-νω

ξεχνώ

ξεχνάω, ξεχνιέμαι, ρήμα
1) Όταν ξεχνάς κάτι, δεν το έχεις πια στο μυαλό σου, δεν το θυμάσαι. 2) Όταν ξεχνάς να κάνεις κάτι, παραλείπεις κάτι που έπρεπε να κάνεις. 3) O Νίκος ξεχάστηκε με το ποδόσφαιρο και γύρισε αργά στο σπίτι.
1) O Ίγκλι ξέχασε σε ποιο μέρος είχε βάλει τ' αυτοκινητάκια του. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει στο πατάρι. Εκεί βρήκε πολλά ξεχασμένα παιχνίδια, αλλά όχι τ' αυτοκινητάκια του. 2) O Κώστας ξέχασε να φέρει το τετράδιο της αριθμητικής και δεν μπορούσε ν' αντιγράψει τις ασκήσεις από τον πίνακα.
1) θυμάμαι 2) θυμάμαι
O Κώστας δεν είναι ξεχασιάρης. Χθες για πρώτη φορά ξέχασε το τετράδιό του.
ξε-χνώ

ξεχωρίζω

ρήμα
1) O Κώστας ξεχώρισε τις ξύλινες μπογιές από τους μαρκαδόρους. Έβαλε τις μπογιές αλλού και τους μαρκαδόρους αλλού. 2) Η δασκάλα της Αθηνάς δεν ξεχωρίζει κανένα παιδί, όλα τ' αγαπά το ίδιο. 3) Μέσα στο σκοτάδι δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν η Ροζαλία ή άλλη γάτα. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις.
2) προτιμώ 3) διακρίνω
O Κώστας βάζει τις ξύλινες μπογιές και τους μαρκαδόρους σε ξεχωριστές θήκες στην κασετίνα του.
χωριστός, διαφορετικός
ξε-χω-ρί-ζω

ξηλώνω

ξηλώνω, ξηλώνομαι, ρήμα
1) Όταν ξηλώνεις ένα ρούχο, ξεχωρίζεις τις ραφές του κόβοντας τις κλωστές που τις ενώνουν. 2) O αέρας ήταν τόσο δυνατός, που ξήλωσε τα κεραμίδια από τη σκεπή του σπιτιού του κυρίου Μιχάλη. Τα έβγαλε με βίαιο τρόπο από τη θέση που ήταν.
1. Η μητέρα του Ίγκλι έραψε τη μπλούζα που ξηλώθηκε.
ξήλωμα
ξη-λώ-νω

ξημέρωμα

[το], ουσιαστικό
ξημερώνω

ξημερώνω

ξημερώνω, ξημερώνομαι, ρήμα
1) Όταν ξημερώνει, τότε αρχίζει να φαίνεται το πρώτο φως της ημέρας. 2) Όταν ξημερώνεσαι, μένεις όλη την νύχτα ξύπνιος, χωρίς να κοιμηθείς, μέχρι ν' αρχίσει να φωτίζει η επόμενη ημέρα.
2) ξενυχτώ
Το ξημέρωμα της Κυριακής βρήκε έτοιμους τον Κώστα και την Αθηνά να πάνε για ψάρεμα με τη βάρκα του θείου Τάκη.
ξη-με-ρώ-νω