Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 93 Λήμματα [21 - 30]

νήμα

[το], ουσιαστικό
Το νήμα είναι μία χοντρή κλωστή για να πλέκεις ή να υφαίνεις κάτι.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη αγόρασε πέντε κουβάρια νήμα για να του φτιάξει μία ζακέτα.
νή-μα

νηπιαγωγείο

[το], ουσιαστικό
νήπιο

νηπιαγωγός

[ο], [η], ουσιαστικό
νήπιο

νήπιο

[το], ουσιαστικό
Το νήπιο είναι ένα παιδί δύο με πέντε χρονών.
Τα νήπια πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο, δηλαδή στο σχολείο για νήπια. Τη δασκάλα τους τη λέμε νηπιαγωγό.
νή-πι-ο

νησί

[το], ουσιαστικό
Το νησί είναι ένα κομμάτι γης που έχει γύρω γύρω θάλασσα.
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί της Ελλάδας.
Νησιώτης είναι αυτός που κατάγεται από νησί.
νη-σί

νησιώτης, νησιώτισσα

[ο], [η], ουσιαστικό
νησί

νηστεία

[η], ουσιαστικό
νηστεύω

νηστεύω

ρήμα
Όταν νηστεύουμε, δεν τρώμε κάποια φαγητά για λίγες μέρες. Oι χριστιανοί νηστεύουν πριν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Oι μουσουλμάνοι νηστεύουν, όταν έχουν το ραμαζάνι.
O παππούς και η γιαγιά του Κώστα κρατούν νηστεία ολόκληρη τη Σαρακοστή. Τρώνε συχνά ελιές, ρύζι, φακές και φασόλια που είναι νηστίσιμα φαγητά.
νη-στεύ-ω

νηστικός, νηστική, νηστικό

επίθετο
Όταν είσαι νηστικός, δεν έχεις φάει και πεινάς.
O Κώστας και η Αθηνά τρώνε κάθε μέρα πρωινό για να μην είναι νηστικοί στο σχολείο.
χορτάτος
νη-στι-κός

νηστίσιμος, νηστίσιμη, νηστίσιμο

επίθετο
νηστεύω