Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 93 Λήμματα [11 - 20]

νεκρός, νεκρή, νεκρό

επίθετο
1) Όταν ένας άνθρωπος είναι νεκρός, δε ζει πια.Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Τον σκότωσε ο αστυνομικός. 2) (σαν ουσιαστικό) Στην Ελλάδα τους νεκρούς τους θάβουμε στο χώμα, ενώ στην Ιαπωνία τους καίνε.
ζωντανός
Στο νεκροταφείο θάβουμε τους νεκρούς.
νε-κρός

νεκροταφείο

[το], ουσιαστικό
νεκρός

νεογέννητος, νεογέννητη, νεογέννητο

επίθετο
νέος

νέος, νέα, νέο

επίθετο
1. Όταν κάποιος είναι νέος, είναι μικρός στην ηλικία. 2. (σαν ουσιαστικό) Νέους λέμε τους ανθρώπους μικρής ηλικίας. 3. Όταν κάτι είναι νέο, μόλις έχει φτιαχτεί ή αγοραστεί.
1. «Όταν είσαι νέο παλικάρι, δεν κουράζεσαι εύκολα και κάνεις πολλά πράγματα» είπε ο θείος ∆άκης στον Κώστα. 2. Oι νέοι της Αθήνας διαδήλωσαν για την ειρήνη στον κόσμο. 3. Στη γειτονιά της Αλίκης χτίστηκε μία νέα πολυκατοικία.
1) γέρος 2) γέρος 3) καινούριος, παλιός
1) (σαν ουσιαστικό) Τα νέα είναι οι ειδήσεις που ακούμε ή βλέπουμε κάθε μέρα. 2) O νεαρός είναι ο έφηβος. 3) Νεογέννητος είναι αυτός που μόλις έχει γεννηθεί.
νέ-ος

νεράιδα

[η], ουσιαστικό
Στα παραμύθια η νεράιδα είναι μία πολύ όμορφη γυναίκα που ζει στη φύση και κάνει μαγικά.
νε-ράι-δα
'τα παραμύθια'

νερό

[το], ουσιαστικό
1) Το νερό είναι το καθαρό, διάφανο υγρό που πίνεις για να ξεδιψάσεις. Oι λίμνες και τα ποτάμια έχουν μέσα τους πάρα πολύ νερό. 2) Λέμε ότι ξέρεις το μάθημά σου νερό, όταν το ξέρεις πολύ καλά. Ακόμη λέμε ότι πηγαίνεις με τα νερά κάποιου, όταν κάνεις ό,τι θέλει.
Στο νεροχύτη πλένουμε τα πιάτα μας. Βρίσκεται στην κουζίνα του σπιτιού μας.
νε-ρό

νεροχύτης

[ο], ουσιαστικό
νερό

νευριάζω

ρήμα
νεύρο

νεύρο

[το], ουσιαστικό
1)Τα νεύρα είναι σαν λεπτές κλωστές και βρίσκονται μέσα στο σώμα σου. Δίνουν μηνύματα από το μυαλό στο υπόλοιπο σώμα σου για να μπορείς να βλέπεις, ν' ακούς, να μυρίζεις, να πιάνεις ή να περπατάς. 2) Λέμε ότι κάποιος έχει νεύρα, όταν είναι θυμωμένος. Ακόμη λέμε ότι κάτι σου σπάει τα νεύρα, όταν σ' ενοχλεί και σε θυμώνει.
1) Όταν νευριάζεις, έχεις νεύρα και θυμώνεις. 2) Νευρικός είναι όποιος νευριάζει εύκολα.
θυμώνω, τσατίζομαι, ηρεμώ, ήρεμος
νεύ-ρο

νέφος

[το], ουσιαστικό
1) Το νέφος είναι το παχύ σύννεφο που δημιουργείται στον ουρανό των πόλεων από τα πολλά καυσαέρια. 2) Νέφη λέμε και τα σύννεφα.
Όταν έχει πολλή ζέστη και κίνηση, μπορείς να δεις νέφος στον ουρανό της Αθήνας.
νέ-φος