Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
ματς
[το], ουσιαστικό Το ματς είναι ένας αγώνας ποδοσφαίρου ανάμεσα σε δύο ομάδες. O Κώστας και ο Νίκος παρακολούθησαν στην τηλεόραση το ματς Άρης-ΠΑOΚ. ματς Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ματσάκι
[το], ουσιαστικό Το ματσάκι είναι ένα σύνολο από ίδια πράγματα, δεμένα μαζί. Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε από τη λαϊκή ένα ματσάκι κρεμμυδάκια. μα-τσά-κι
ματώνω
ρήμα 1) Όταν ένα μέρος του σώματός σου ματώνει, τρέχει απ' αυτό αίμα. 2) Η Ροζαλία γρατσούνισε τον Κώστα και του μάτωσε το χέρι. Το έκανε να τρέχει αίμα. Η Αθηνά έτρεχε με το ποδήλατο κι έπεσε κάτω. Η μύτη της μάτωσε κι έγινε κόκκινη. μα-τώ-νω
μαυρίζω
ρήμα μαύρος
μαύρισμα
[το], ουσιαστικό μαύρος
μαύρος, μαύρη, μαύρο
επίθετο 1) Όταν κάτι είναι μαύρο, έχει το σκοτεινό χρώμα της νύχτας. 2) Όταν κάποιος είναι μαύρος, έχει μαύρο δέρμα. 3) Λέμε ότι τα χέρια μας είναι μαύρα, όταν είναι βρόμικα. Ακόμη λέμε ότι κάποιος γίνεται μαύρος από τον ήλιο, όταν παίρνει χρώμα το καλοκαίρι. 3) άσπρος 1) Όταν μαυρίζεις, γίνεσαι μαύρος από τον ήλιο. 2) Το μαύρισμα είναι το χρώμα που παίρνεις από τον ήλιο. 3) Το μαύρο είναι το σκοτεινό χρώμα της νύχτας. ασπρίζω, άσπρο, λευκό μαύ-ρος 'τα χρώματα'
μαχαίρι
[το], ουσιαστικό 1) Το μαχαίρι είναι ένα εργαλείο με κοφτερή λεπίδα για να κόβεις πράγματα. 2) Λέμε ότι όταν πιέζεις κάποιον, του βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό. Ακόμη όταν είσαι μαλωμένος με κάποιον, λέμε ότι είσαστε στα μαχαίρια μεταξύ σας. 1) O κύριος Γιάννης πήρε το μαχαίρι για να κόψει ψωμί. Τα μαχαιροπίρουνα είναι τα μαχαίρια, τα κουτάλια και τα πιρούνια που χρησιμοποιείς στο τραπέζι για να φας. μα-χαί-ρι 'η κουζίνα'
μαχαιροπίρουνα
[τα], ουσιαστικό μαχαίρι
μάχη
[η], ουσιαστικό 1) Η μάχη είναι μία μεγάλη σύγκρουση δύο στρατών, όταν γίνεται πόλεμος. 2) Μάχη λέμε και τον αγώνα ανάμεσα σε δύο άτομα ή σε δύο ομάδες για το ποιος θα νικήσει. 2) O Κώστας και η Αθηνά έδωσαν μάχη για το ποιος θα φάει το γλυκό. μά-χη
μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο
επίθετο 1) Όταν κάτι είναι μεγάλο, το μέγεθός του είναι πάνω από το κανονικό. 2) Όταν κάποιος είναι μεγάλος στην ηλικία, έχει περισσότερα χρόνια από σένα. 3) (σαν ουσιαστικό) Oι μεγάλοι μάς συμβουλεύουν για το καλό μας» είπε ο Νίκος στην Ελένη. 4) Όταν ένας πολιτισμός είναι μεγάλος, είναι πολύ σπουδαίος. 1) Η τσάντα της Αθηνάς είναι μεγάλη και χωράει πολλά βιβλία. 4) μικρός 1) Όταν κάποιος είναι μεγαλύτερος από σένα, είναι πιο μεγάλος. 2) Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι πιο μεγάλος. μικρότερος, μικραίνω με-γά-λος 'αντίθετα'

