Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μακρινός, μακρινή, μακρινό
επίθετο μακριά
μακρύς, μακριά, μακρύ
επίθετο 1) Όταν κάτι είναι μακρύ, η απόσταση από την αρχή μέχρι και το τέλος του είναι μεγάλη. 2) Ένα μακρύ ταξίδι, είναι ένα ταξίδι που κρατάει πολύ. 1) Τα μαλλιά της Αλίκης είναι πολύ μακριά και φτάνουν μέχρι τη μέση της. 1) κοντός μακρόστενος μα-κρι-νός
μαλακός, μαλακή, μαλακό
μαλακός, μαλακιά / μαλακή, μαλακό, επίθετο 1) Όταν κάτι είναι μαλακό, μπορούμε να το πλάσουμε ή να το λυγίσουμε εύκολα. 2) Όταν το ψωμί είναι μαλακό, μπορούμε να το κόψουμε και να το φάμε εύκολα. 3) Όταν ένα ύφασμα είναι μαλακό, είναι απαλό. 1) Στην Αθηνά αρέσει η πλαστελίνη, γιατί είναι μαλακή και της δίνει ό,τι σχήμα θέλει. 1) σκληρός 2) ξερός 1) Η φρυγανιά μαλακώνει, όταν τη βουτάς στο γάλα, γίνεται δηλαδή πιο μαλακιά. 2) Η κρέμα μαλακώνει τα χέρια, δηλαδή τα κάνει μαλακά μα-λα-κός
μαλλί
[το], ουσιαστικό 1) Το μαλλί είναι το μαλακό τρίχωμα που έχουν τα πρόβατα. Με το μαλλί φτιάχνουμε μάλλινα υφάσματα και πλεχτά. 2) Μαλλιά είναι οι τρίχες που έχεις στο κεφάλι σου. 1) Το μαλλί της γριάς είναι γλυκό από καμένη ζάχαρη. 2) Όταν κάποιος είναι μαλλιαρός, έχει πολύ μαλλί. 3) Μία μάλλινη μπλούζα είναι μία μπλούζα φτιαγμένη από μαλλί. 4) Όταν μαλλιοτραβιέσαι με κάποιον, μαλώνετε πολύ. μαλ-λί 'το σώμα μας'
μαλλιά
[τα], ουσιαστικό μαλλί
μαλλιοτραβιέμαι
ρήμα μαλλί
μαλώνω
ρήμα 1. Όταν μαλώνεις με κάποιον, καβγαδίζεις μαζί του. 2. Όταν μαλώνεις κάποιον, του μιλάς αυστηρά για να διορθώσει το λάθος που έκανε. 1. Η Ροζαλία μαλώνει συχνά με το σκύλο του κυρίου Μιχάλη. 2. Η δασκάλα μάλωσε την Αθηνά, επειδή μιλούσε συνεχώς και δεν πρόσεχε στο μάθημα. μα-λώ-νω
μαμά
[η], ουσιαστικό Η μαμά σου είναι η γυναίκα που σε γέννησε. Η μαμά της Αθηνάς είναι η κυρία Μαργαρίτα. Η μαμά και ο μπαμπάς σου είναι οι γονείς σου. μάνα, μητέρα μα-μά
μάνα
[η], ουσιαστικό μαμά
μανάβης, μανάβισσα
[ο], [η], ουσιαστικό O μανάβης πουλάει φρούτα και λαχανικά. Το μανάβικο είναι το μαγαζί του μανάβη μα-νά-βης

