Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μπουμπουνητό
[το], ουσιαστικό μπουμπουνίζει
μπουμπουνίζει
ρήμα Όταν πέφτουν αστραπές ή κεραυνοί, μπουμπουνίζει, δηλαδή ακούγεται ένας δυνατός ήχος. βροντάει Όταν μπουμπουνίζει, ακούγονται μπουμπουνητά. βροντή μπου-μπου-νί-ζει Συναντάμε το ρήμα μόνο στο τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού.
μπουνιά
[η], ουσιαστικό Όταν δίνεις μπουνιά σε κάποιον, σφίγγεις τα δάχτυλα του χεριού σου και τον χτυπάς δυνατά. γροθιά μπου-νιά
μπουντρούμι
[το], ουσιαστικό 1. Το μπουντρούμι είναι ένα υπόγειο κελί σε μία φυλακή. Μπουντρούμι λέμε κι ένα υπόγειο σκοτεινό σπίτι. μπου-ντρού-μι
μπούρδα
[η], ουσιαστικό Η μπούρδα είναι μία βλακεία ή ένα ψέμα που λες σε κάποιον. Η Ελένη και η Αθηνά λένε πως οι ιστορίες του Νίκου είναι μπούρδες. μπούρ-δα
μπουρίνι
[το], ουσιαστικό 1) Το μπουρίνι είναι μία ξαφνική καταιγίδα. 2) Λέμε ότι κάποιος είναι στα μπουρίνια του, όταν τον έχει πιάσει ένας ξαφνικός θυμός. 1) θύελλα μπου-ρί-νι
μπουρμπουλήθρα
[η], ουσιαστικό Η μπουρμπουλήθρα είναι μία μικρή μπάλα από αέρα. Μπουρμπουλήθρες έχει η σαπουνάδα. σαπουνόφουσκα μπουρ-μπου-λή-θρα
μπουσουλώ
μπουσουλώ και μπουσουλάω, ρήμα Όταν μπουσουλάς, περπατάς στα τέσσερα ακουμπώντας στα γόνατα και στα χέρια σου. Το μωρό της θείας Κατερίνας μπουσουλάει για να φτάσει τη μαμά του. αρκουδίζω μπου-σου-λώ
μπούτι
[το], ουσιαστικό Το μπούτι είναι το πάνω μέρος του ποδιού σου που αρχίζει από τη λεκάνη και τελειώνει στο γόνατο. Μπούτι είναι και το πάνω μέρος του ποδιού των ζώων. O Κώστας τρώει το μπούτι από το κοτόπουλο, ενώ η Αθηνά προτιμά το στήθος. μπού-τι 'το σώμα μας'
μπουφάν
[το], ουσιαστικό Το μπουφάν είναι ένα κοντό και χοντρό ρούχο με μακριά μανίκια, γιακά και φερμουάρ. Το φοράς πάνω από άλλα ρούχα για να σε προστατεύει από το κρύο. Το χειμώνα η Αλίκη φοράει ένα αδιάβροχο μπουφάν με γούνα στο γιακά. μπου-φάν Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

