Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μπανιέρα
[η], ουσιαστικό μπάνιο
μπάνιο
[το], ουσιαστικό 1) Μπάνιο λέμε το δωμάτιο του σπιτιού που έχει τη μπανιέρα, το νιπτήρα και την τουαλέτα. 2) Όταν κάνεις μπάνιο, πλένεις το σώμα σου. 3) Μπάνιο είναι και το κολύμπι στη θάλασσα. Όταν είσαι στο μπάνιο, πλένεσαι στη μπανιέρα. μπά-νιο 'το μπάνιο'
μπάντα
[η], ουσιαστικό Η μπάντα είναι μία ομάδα ανθρώπων που παίζουν μαζί μουσική. Η Αθηνά πήγε στην πλατεία ν' ακούσει τη μπάντα του δήμου με τη μαμά της. ορχήστρα μπά-ντα
μπαούλο
[το], ουσιαστικό Στο μπαούλο φυλάς πολύτιμα αντικείμενα. κιβώτιο μπα-ού-λο
μπαρ
[το], ουσιαστικό 1) Το μπαρ είναι ένα μαγαζί που σερβίρει ποτά. 2) Μπαρ λέμε κι ένα έπιπλο που το έχουμε για να βάζουμε τα ποτά του σπιτιού. μπαρ Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
μπάρμπας
[ο], ουσιαστικό 1. Στα χωριά το θείο το φωνάζουν μπάρμπα. 2. Μπάρμπα λέμε κι έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. 1) θείος μπάρ-μπας
μπαρμπούνι
[το], ουσιαστικό Το μπαρμπούνι είναι ένα νόστιμο κόκκινο ψάρι με μουστάκια. μπαρ-μπού-νι
μπάσκετ
[το], ουσιαστικό Το μπάσκετ είναι ένα άθλημα που παίζεται με δύο αντίπαλες ομάδες. Κάθε ομάδα προσπαθεί να βάλει τη μπάλα στο καλάθι της άλλης περισσότερες φορές για να κερδίσει. καλαθοσφαίριση Μπασκετμπολίστα λέμε τον αθλητή που παίζει μπάσκετ. μπά-σκετ Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
μπαστούνι
[το], ουσιαστικό Το μπαστούνι είναι το ξύλινο ραβδί που κρατούν οι ηλικιωμένοι και οι τυφλοί για να περπατούν. μπα-στού-νι
μπαταρία
[η], ουσιαστικό Η μπαταρία κάνει ένα ραδιόφωνο να λειτουργήσει χωρίς να είναι στην πρίζα, επειδή αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια. Μπαταρία έχουν και τα ρολόγια και τα αυτοκίνητα. μπα-τα-ρί-α

