Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Λ"
λέρα
[η], ουσιαστικό λερώνω
λερώνω
λερώνω, λερώνομαι, ρήμα Όταν λερώνεις κάτι, το κάνεις βρόμικο. O Κώστας δε φοράει άσπρα ρούχα, γιατί λερώνουν πολύ εύκολα. Σήμερα όμως λέρωσε τη μπλούζα του με σοκολάτα. βρομίζω Ευτυχώς η μπλούζα του έχει καφέ χρώμα και δε φαίνεται η λέρα πάνω της. βρομιά λε-ρώ-νω
λέσχη
[η], ουσιαστικό 1) Η λέσχη είναι μία ομάδα ανθρώπων που συναντιούνται σε συγκεκριμένο χώρο συχνά, επειδή έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα. 2) Στη φοιτητική λέσχη τρώνε οι φοιτητές. 1) O Ίγκλι και ο Κώστας πηγαίνουν στην ίδια λέσχη ποδοσφαίρου. λέ-σχη
λευκοπλάστης
[ο], ουσιαστικό Με το λευκοπλάστη σκεπάζεις ένα κόψιμο ή μία πληγή για να τα κρατήσεις καθαρά. χανζαπλάστ λευ-κο-πλά-στης Λέμε και το λευκοπλάστ.
λευκός, λευκή, λευκό
επίθετο 1) Όταν κάτι είναι λευκό, είναι άσπρο. 2) Τα λευκά είδη είναι κεντήματα, σεντόνια και πετσέτες. 1) Το δέρμα της Χιονάτης είναι λευκό σαν χιόνι. άσπρος, μαύρος λευ-κός
λεύκωμα
[το], ουσιαστικό 1) Το λεύκωμα είναι ένα τετράδιο με σκέψεις δικές σου και των φίλων σου. 2) O θείος Τάκης χάρισε στη γυναίκα του ένα λεύκωμα των Oλυμπιακών αγώνων. Ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τους Oλυμπιακούς Αγώνες. 1) Η Αθηνά έγραψε ένα στιχάκι για την αγάπη στο λεύκωμα της Ελένης. λεύ-κω-μα
λεφτά
[τα], ουσιαστικό Λεφτά είναι τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα που πληρώνεις για ν' αγοράσεις κάτι. Αν έχεις πολλά λεφτά, είσαι πλούσιος. χρήματα λε-φτά
λέω
λέω και λέγω, λέγομαι, ρήμα 1) Όταν λες κάτι, μιλάς. 2) «Με λένε Αθηνά, το δικό σου όνομα ποιο είναι»; 3) -Τι θα πει η λέξη σελήνη, Αθηνά;-Σημαίνει φεγγάρι. 4) «Τι θα έλεγες να πηγαίναμε στη θάλασσα, Κώστα; Θα σου φαινόταν ωραία;» τον ρώτησε ο Νίκος. 5) «Πες μας ένα τραγούδι από τον τόπο σου, Ίγκλι!» φώναξαν οι συμμαθητές του. 6) Όταν λες το μάθημα απέξω, δεν κοιτάς καθόλου στο βιβλίο. 1) Αν ξεκινήσει ο Κώστας να λέει, δεν τον σταματάει κανείς. 1) Τα λόγια σου είναι οι κουβέντες που λες. 2) Όταν βγάζεις λόγο, κάνεις μία ομιλία. 3) Λέμε ότι κρατάς το λόγο σου, όταν κρατάς την υπόσχεσή σου. λέ-ω
λεωφορείο
[το], ουσιαστικό Το λεωφορείο είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που μεταφέρει πολλούς επιβάτες. Το σχολικό λεωφορείο μεταφέρει κάθε μέρα το Νίκο στο σχολείο. λεωφόρος λε-ω-φο-ρεί-ο 'η πόλη'
λεωφόρος
[η], ουσιαστικό Η λεωφόρος είναι ένας φαρδύς και μεγάλος δρόμος μέσα στην πόλη. λεωφορείο λε-ω-φό-ρος Ξέρεις άλλα θηλυκά ουσιαστικά που τελειώνουν σε -ος;

