Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Λ"
λαχτάρα
[η], ουσιαστικό 1) O πρίγκιπας πήρε με λαχτάρα στην αγκαλιά του τη Χιονάτη. Ήθελε πάρα πολύ να την αγκαλιάσει. 2) Η Αλίκη περίμενε με λαχτάρα τ' αποτελέσματα των εξετάσεων. Περίμενε με ανυπομονησία. 3) O κύριος Μιχάλης έπαθε μεγάλη λαχτάρα σήμερα. Κόντεψε να τον χτυπήσει αυτοκίνητο και τρόμαξε πολύ. Όταν λαχταράς κάτι, το θέλεις πολύ. Όταν όμως λαχταράς από κάτι, τρομάζεις. λα-χτά-ρα
λαχταρώ
λαχταρώ και λαχταράω, ρήμα λαχτάρα
λεβέντης, λεβέντισσα
[ο], [η], ουσιαστικό Όταν κάποιος είναι λεβέντης, είναι πολύ γενναίος, τίμιος και δυνατός. Oι ήρωες του 1821 ήταν λεβέντες που πολέμησαν για την πατρίδα τους. παλικάρι Όταν κάποιος είναι λεβέντης, έχει λεβεντιά. λε-βέ-ντης
λέγω
ρήμα λέω
λέιζερ
[το], ουσιαστικό Το λέιζερ είναι ένα μηχάνημα που στέλνει λεπτές ακτίνες φωτός. Το χρησιμοποιούμε για να κάνουμε μία εγχείριση, για να κόβουμε τα μέταλλα και για να τυπώνουν κάποια είδη εκτυπωτών. λέι-ζερ
λείος, λεία, λείο
επίθετο Το δέρμα του μωρού της θείας Κατερίνας είναι λείο, δηλαδή όταν το πιάνεις, είναι ίσιο και απαλό. τραχύς, ανώμαλος λεί-ος
λείπω
ρήμα 1) Όταν λείπεις από κάπου, δεν είσαι εκεί. 2) Όταν κάποιος σου λείπει, είναι μακριά, αλλά τον χρειάζεσαι κοντά σου. 3) Όταν λείπει ένα κομμάτι από την τούρτα, δεν είναι ολόκληρη. 4) Όταν λες «Αυτό μου έλειπε!», σου έχει συμβεί κάτι που δεν ήθελες. 1) Η Αθηνά έλειπε από την τάξη για λίγες μέρες, γιατί ήταν άρρωστη. 2) Η Αθηνά δεν είναι καλά, γιατί της λείπει η Ροζαλία. λεί-πω Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
λειρί
[το], ουσιαστικό Το λειρί του κόκορα είναι το κόκκινο λοφίο που έχει πάνω στο κεφάλι του. λει-ρί
λειτουργώ
ρήμα 1) Όταν κάτι λειτουργεί, δουλεύει σωστά. 2) Όταν τα μαγαζιά δε λειτουργούν, είναι κλειστά. 3) Όταν ένας παπάς λειτουργεί σε μία εκκλησία, είναι υπεύθυνος για τη Θεία Λειτουργία. 1) «Κάθε φορά που το ασανσέρ δε λειτουργεί, ανεβαίνουμε με τα πόδια. Δυστυχώς η λειτουργία του σταματάει συχνά» είπε η Αθηνά. λειτουργία λει-τουρ-γώ
λεκάνη
[η], ουσιαστικό 1) Η λεκάνη είναι ένα δοχείο από πλαστικό ή από μέταλλο για να πλένεις τα ρούχα σου. 2) Στο μπάνιο υπάρχει η λεκάνη του νιπτήρα και η λεκάνη της τουαλέτας. 3) Η λεκάνη σου είναι όλα τα κόκαλα του σώματός σου που είναι κάτω από τη μέση και στηρίζουν τα πόδια σου. λε-κά-νη 'το μπάνιο'

