Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 114 Λήμματα [101 - 110]

λουτρό

[το], ουσιαστικό
1) Το λουτρό είναι το μέρος όπου πλένεις το σώμα σου. 2) Η θεία του κυρίου Μιχάλη πήγε φέτος στα λουτρά της Αιδηψού για τα πόδια της που πονούσαν. Είχε ακούσει ότι το νερό τους κάνει καλό.
1) μπάνιο
λου-τρό

λοφίο

[το], ουσιαστικό
1) Το λοφίο είναι μία φούντα από φτερά στο κεφάλι των πουλιών. 2) Λοφίο είναι και η φούντα που έχουν τα καπέλα των στρατιωτικών.
λο-φί-ο
Tο λοφίο του κόκορα τι χρώμα έχει;

λόφος

[ο], ουσιαστικό
O λόφος είναι ένα μικρό βουνό με στρογγυλή κορυφή.
Από το λόφο του Λυκαβηττού βλέπεις όλη την Αθήνα.
λό-φος

λυγίζω

ρήμα
Όταν λυγίζεις κάτι, το πιέζεις με δύναμη χωρίς να το σπάσεις και του δίνεις καμπύλο σχήμα. Όταν κάτι λυγίζει, παύει να είναι ίσιο και παίρνει καμπύλο σχήμα.
Στο έργο που έβλεπε η Αθηνά, ο γίγαντας προσπάθησε να λυγίσει το δέντρο με το ένα του χέρι. Το δέντρο λύγισε από τη δύναμή του. Ήταν πολύ δυνατός.
λυ-γί-ζω

λύκειο

[το], ουσιαστικό
Όταν πηγαίνεις στο λύκειο, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από 16 μέχρι και 18 χρονών. Το λύκειο είναι μετά το γυμνάσιο και πριν το πανεπιστήμιο. Λύκειο είναι και το κτίριο όπου κάνουν μάθημα τα παιδιά 16 μέχρι και 18 χρονών.
λύ-κει-ο

λύκος, λύκαινα

[ο], [η], ουσιαστικό
1) O λύκος είναι ένα άγριο ζώο που μοιάζει με μεγάλο γκρι σκυλί. Oι λύκοι ζουν πολλοί μαζί, σε αγέλες. 2) Όταν πεινάς σαν λύκος, πεινάς πολύ.
1) O κακός λύκος ντύθηκε γιαγιά για να ξεγελάσει την Κοκκινοσκουφίτσα.
λυκόσκυλο
λύ-κος
'τα ζώα'

λύνω

λύνω, λύνομαι, ρήμα
1) Όταν λύνεις κάτι, ξεσφίγγεις το δέσιμό του. 2) Όταν λύνεις ένα ζώο, το αφήνεις να τρέξει ελεύθερο. 3) Όταν λύνεις ένα πρόβλημα ή ένα αίνιγμα, βρίσκεις απάντηση σ' αυτό.
1) O κύριος Γιάννης έλυσε τη γραβάτα του για να μην τον σφίγγει στο λαιμό. 3) O Ίγκλι λύνει τις πιο δύσκολες ασκήσεις στην αριθμητική, όμως στα σταυρόλεξα δύσκολα βρίσκει τη λύση.
1) δένω, 2) δένω
Με λυτά κορδόνια, μπορείς εύκολα να πέσεις.
λύση
λύ-νω

λυπάμαι

[η], ρήμα
1) Όταν λυπάσαι, νιώθεις στεναχώρια για κάτι. 2) Όταν λυπάσαι κάποιον, νιώθεις συμπόνια γι' αυτόν.
1) Όταν χάθηκε η Ροζαλία, η Αθήνα λυπήθηκε πολύ.
Όταν νιώθεις λύπη, νιώθεις στενοχώρια, είσαι δηλαδή λυπημένος.
λυ-πά-μαι
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

λύπη

ουσιαστικό
λυπάμαι

λυπημένος, λυπημένη, λυπημένο

μετοχή
λυπάμαι