Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 514 Λήμματα [61 - 70]

κάλτσα

[η], ουσιαστικό
Oι κάλτσες είναι μάλλινες ή βαμβακερές και τις φοράμε μέσα από τα παπούτσια για να κρατάμε τα πόδια μας ζεστά.
κάλ-τσα
'τα ρούχα'

καλύβα

[η], ουσιαστικό
Η καλύβα είναι ένα μικρό σπίτι φτιαγμένο πρόχειρα από ξύλα, πέτρες, χώμα και χόρτα.
κα-λύ-βα

κάλυμμα

[το], ουσιαστικό
καλύπτω

καλύπτω

καλύπτω, καλύπτομαι, ρήμα
Όταν καλύπτεις κάτι, βάζεις κάτι πάνω του έτσι ώστε να μη φαίνεται.
Χθες ο πατέρας του Ίγκλι έβαφε το σαλόνι και κάλυψε όλα τα έπιπλα με σεντόνια για να μην τα λερώσει.
σκεπάζω, ξεσκεπάζω
Το χειμώνα βάζουμε τα χειμωνιάτικα καλύμματα στον καναπέ.
σκέπασμα
κα-λύ-πτω

καλυτερεύω

ρήμα
Όταν κάτι γίνεται ή πάει όλο και πιο καλά, καλυτερεύει.
χειροτερεύω
Όταν κάτι καλυτερεύει, γίνεται καλύτερο.
καλός
χειρότερο
κα-λυ-τε-ρεύ-ω

καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο

επίθετο
καλυτερεύω

καλώ

ρήμα
Όταν καλείς κάποιον, του ζητάς να έρθει στο σπίτι σου, να έρθει κοντά σου ή να πάει κάπου.
1) Η Αθηνά νόμιζε πως η Ελένη δεν την κάλεσε στα γενέθλιά της. 2) O κύριος Δημήτρης κάλεσε την αστυνομία, γιατί μπήκαν κλέφτες στο μαγαζί του.
1) προσκαλώ 2) φωνάζω
Όμως η Ελένη ήταν η πρώτη στη λίστα των καλεσμένων της Αθηνάς.
προσκαλώ, πρόσκληση, κλήση
κα-λώ

καλώδιο

[το], ουσιαστικό
Oι ηλεκτρικές συσκευές όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το μίξερ λειτουργούν μ' ένα καλώδιο που φτάνει μέχρι μία πρίζα απ' όπου παίρνει ηλεκτρικό ρεύμα.
κα-λώ-δι-ο

καλωσορίζω

ρήμα
Όταν έρχεται κάποιος που περίμενες, τον καλωσορίζεις, δηλαδή του δείχνεις ότι χαίρεσαι για τον ερχομό του λέγοντας: «Καλωσόρισες», «Καλωσήρθες» ή «Καλώς τον».
υποδέχομαι
κα-λω-σο-ρί-ζω

καμάκι

[το], ουσιαστικό
Το καμάκι είναι ένα μυτερό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να καρφώσουμε το ψάρι που θέλουμε να πιάσουμε.
Με το καμάκι καμακώνουμε ψάρια και χταπόδια στη θάλασσα.
κα-μά-κι