Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Κ"
κάλτσα
[η], ουσιαστικό Oι κάλτσες είναι μάλλινες ή βαμβακερές και τις φοράμε μέσα από τα παπούτσια για να κρατάμε τα πόδια μας ζεστά. κάλ-τσα 'τα ρούχα'
καλύβα
[η], ουσιαστικό Η καλύβα είναι ένα μικρό σπίτι φτιαγμένο πρόχειρα από ξύλα, πέτρες, χώμα και χόρτα. κα-λύ-βα
κάλυμμα
[το], ουσιαστικό καλύπτω
καλύπτω
καλύπτω, καλύπτομαι, ρήμα Όταν καλύπτεις κάτι, βάζεις κάτι πάνω του έτσι ώστε να μη φαίνεται. Χθες ο πατέρας του Ίγκλι έβαφε το σαλόνι και κάλυψε όλα τα έπιπλα με σεντόνια για να μην τα λερώσει. σκεπάζω, ξεσκεπάζω Το χειμώνα βάζουμε τα χειμωνιάτικα καλύμματα στον καναπέ. σκέπασμα κα-λύ-πτω
καλυτερεύω
ρήμα Όταν κάτι γίνεται ή πάει όλο και πιο καλά, καλυτερεύει. χειροτερεύω Όταν κάτι καλυτερεύει, γίνεται καλύτερο. καλός χειρότερο κα-λυ-τε-ρεύ-ω
καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο
επίθετο καλυτερεύω
καλώ
ρήμα Όταν καλείς κάποιον, του ζητάς να έρθει στο σπίτι σου, να έρθει κοντά σου ή να πάει κάπου. 1) Η Αθηνά νόμιζε πως η Ελένη δεν την κάλεσε στα γενέθλιά της. 2) O κύριος Δημήτρης κάλεσε την αστυνομία, γιατί μπήκαν κλέφτες στο μαγαζί του. 1) προσκαλώ 2) φωνάζω Όμως η Ελένη ήταν η πρώτη στη λίστα των καλεσμένων της Αθηνάς. προσκαλώ, πρόσκληση, κλήση κα-λώ
καλώδιο
[το], ουσιαστικό Oι ηλεκτρικές συσκευές όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το μίξερ λειτουργούν μ' ένα καλώδιο που φτάνει μέχρι μία πρίζα απ' όπου παίρνει ηλεκτρικό ρεύμα. κα-λώ-δι-ο
καλωσορίζω
ρήμα Όταν έρχεται κάποιος που περίμενες, τον καλωσορίζεις, δηλαδή του δείχνεις ότι χαίρεσαι για τον ερχομό του λέγοντας: «Καλωσόρισες», «Καλωσήρθες» ή «Καλώς τον». υποδέχομαι κα-λω-σο-ρί-ζω
καμάκι
[το], ουσιαστικό Το καμάκι είναι ένα μυτερό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να καρφώσουμε το ψάρι που θέλουμε να πιάσουμε. Με το καμάκι καμακώνουμε ψάρια και χταπόδια στη θάλασσα. κα-μά-κι

