Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 514 Λήμματα [321 - 330]

κομμωτήριο

[το], ουσιαστικό
Η κυρία Μαργαρίτα πάει κάθε μήνα στο κομμωτήριο για να κουρευτεί και να χτενιστεί.
O κύριος Νίκος, ο κομμωτής, ξέρει όλα τα μυστικά της γειτονιάς, αφού με το ψαλίδι και τη χτένα στο χέρι κουβεντιάζει όση ώρα δουλεύει με τους πελάτες του.
κομ-μω-τή-ρι-ο

κομμωτής, κομμώτρια

[ο], [η], ουσιαστικό
κομμωτήριο

κομπιούτερ

[το], [ο], ουσιαστικό
Το κομπιούτερ είναι η αγγλική λέξη που χρησιμοποιούμε αντί για τη λέξη υπολογιστής.
κο-μπιού-τερ
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

κομπλιμέντο

[το], κομπλιμέντο και κοπλιμέντο, το, ουσιαστικό
Όταν κάνουμε ένα κομπλιμέντο, λέμε κάτι σε κάποιον που τον κολακεύει.
Η θεία Κατερίνα άκουσε πολλά κομπλιμέντα για το καινούριο της φουστάνι.
κο-μπλι-μέν-το

κομπολόι

[το], ουσιαστικό
Το κομπολόι είναι χάντρες περασμένες σε σκοινί. Oι άκρες του σκοινιού ενώνονται με κόμπο. Παλιότερα ήταν το αγαπημένο παιχνίδι των αντρών για ν' απασχολούν τα χέρια τους, όταν δεν έκαναν τίποτα.
κόμπος
κο-μπο-λόι

κόμπος

[ο], ουσιαστικό
O Κώστας στη βιασύνη του αντί να δέσει φιόγκο τα κορδόνια των παπουτσιών του, τα έδεσε κόμπο και τώρα δεν μπορεί να τα λύσει.
κομπολόι
κό-μπος

κομπόστα

[η], ουσιαστικό
Η κομπόστα είναι φρούτα κομμένα σε μικρά κομμάτια και βρασμένα σε νερό και ζάχαρη.
«Μμμ, η θεία Έλλη έφτιαξε ζεστή κομπόστα μήλο με κανέλα!» φώναξε η Αθηνά.
κο-μπό-στα

κομφετί

[το], κομφετί και κονφετί, το, ουσιαστικό
Τα κομφετί είναι μικρά κομματάκια χρωματιστό χαρτί που πετάμε στις αποκριάτικες γιορτές.
χαρτοπόλεμος
κομ-φε-τί
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

κομψός, κομψή, κομψό

επίθετο
Όταν κάποιος είναι κομψός, είναι πάντα περιποιημένος και ντυμένος με γούστο.
Η Αθηνά πιστεύει πως η μαμά της είναι η πιο κομψή και όμορφη γυναίκα στον κόσμο.
κομ-ψός

κονσέρβα

[η], ουσιαστικό
Η κονσέρβα είναι ένα καλά κλεισμένο μεταλλικό κουτί με τροφή που διατηρείται έξω από το ψυγείο σε καλή κατάσταση για πολύ καιρό. Κονσέρβα λέμε και την τροφή που είναι μέσα στην κονσέρβα.
κον-σέρ-βα