Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 514 Λήμματα [201 - 210]

κατσαρίδα

[η], ουσιαστικό
Η κατσαρίδα είναι ένα μεγάλο μαύρο ή καφέ έντομο που μπαίνει μερικές φορές στα σπίτια και κυκλοφορεί τη νύχτα.
Αν βρούμε κατσαρίδες στο σπίτι, τις κυνηγάμε και τις σκοτώνουμε με το κατσαριδοκτόνο.
κα-τσα-ρί-δα
'τα έντομα'

κατσαριδοκτόνο

[το], ουσιαστικό
κατσαρίδα

κατσαρόλα

[η], ουσιαστικό
Η κατσαρόλα είναι ένα βαθύ μεταλλικό σκεύος με χερούλια που το χρησιμοποιούμε στην κουζίνα. Στην κατσαρόλα μαγειρεύουμε φαγητό και βράζουμε γάλα ή νερό.
κα-τσα-ρό-λα
Δες μαγειρεύω

κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό

επίθετο
Τα κατσαρά μαλλιά είναι μαλλιά με πολλές μπούκλες, δεν είναι ίσια.
σγουρός
Μερικές γυναίκες δεν είναι ευχαριστημένες με τα ίσια μαλλιά τους και τα κατσαρώνουν στο κομμωτήριο.
σγουραίνω
κα-τσα-ρός

κατσαρώνω

ρήμα
κατσαρός

κατσίκα

[η], ουσιαστικό
Η κατσίκα είναι ένα θηλυκό ζώο με κέρατα και μακρύ τρίχωμα. Την αρμέγουμε για να πιούμε το γάλα της και να φτιάξουμε τυρί.
1) O τράγος είναι το αρσενικό της κατσίκας και το κατσικάκι το μικρό της. 2) Όταν φωνάζει η κατσίκα, βελάζει.
κα-τσί-κα
'το αγρόκτημα'

κατσούφης, κατσούφα, κατσούφικο

επίθετο
Όταν είσαι κατσούφης, δείχνεις ότι δεν έχεις καλή διάθεση, πως είσαι θυμωμένος.
«Κώστα, Αθηνά, πολύ κατσούφηδες είστε και οι δύο σήμερα, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης. «Ενώ μας υποσχέθηκες σινεμά, τελικά δε θα πάμε, να γιατί!» απάντησαν.
O Κώστας και η Αθηνά κατσούφιασαν, όταν έμαθαν πως ο μπαμπάς τους δεν είχε χρόνο να τους πάει σινεμά.
κα-τσού-φης

κάτω

επίρρημα
1) Όταν πατάς κάτι, αυτό βρίσκεται κάτω από το πόδι σου. 2) Όταν κατεβαίνεις τις σκάλες, πας κάτω. Όταν κάθεσαι στο πάτωμα, κάθεσαι κάτω. 3) Όταν κάτι κοστίζει κάτω από 20 ευρώ, κοστίζει λιγότερο από 20 ευρώ. Όταν κάτι κοστίζει πάνω κάτω 20 ευρώ, κοστίζει περίπου 20 ευρώ. 4) Όταν το δωμάτιό σου είναι άνω κάτω, είναι πολύ ακατάστατο.Όταν δεν το βάζεις κάτω, δεν τα παρατάς.
1) πάνω από 2) πάνω
Όταν κάτι είναι κατώτερο από κάτι άλλο, είναι λιγότερο καλό, είναι χειρότερο.
από κάτω, κατώτερος, παρακάτω
ανώτερος
κά-τω

κατώτερος, κατώτερη, κατώτερο

επίθετο
κάτω

κατώφλι

[το], ουσιαστικό
Το κατώφλι της πόρτας είναι το σκαλοπάτι κάτω από την πόρτα της εισόδου ενός σπιτιού.
κα-τώ-φλι