Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Κ"
καστανός, καστανή, καστανό
επίθετο Όταν κάποιος είναι καστανός, τα μαλλιά του είναι καστανά, έχουν δηλαδή καφέ χρώμα, το χρώμα του κάστανου. Η Αθηνά είναι καστανή κι η φίλη της η Ελένη ξανθιά. κάστανο κα-στα-νός
κάστορας
[ο], ουσιαστικό O κάστορας είναι ένα μικρό ζώο με πολύ ωραία γούνα και πλατιά ουρά που ζει κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Ροκανίζει τα δέντρα για να φτιάξει φράγματα στο νερό. Το δέρμα του, το καστόρι, είναι πολύ μαλακό και αδιάβροχο και μ' αυτό φτιάχνουμε καστόρινα παπούτσια, παλτά και ζώνες. κά-στο-ρας
καστόρι
[το], ουσιαστικό κάστορας
κάστρο
[το], ουσιαστικό Στο Μεσαίωνα τα κάστρα ήταν ψηλά, γερά, πέτρινα τείχη που προστάτευαν χωριά και πόλεις. Από ψηλά έβλεπε κανείς ποιος έμπαινε μέσα στα τείχη. κά-στρο Ξέρεις που υπάρχουν κάστρα στην Ελλάδα;
καταβρέχω
καταβρέχω, καταβρέχομαι, ρήμα Όταν καταβρέχεις κάποιον, τον βρέχεις με πολύ νερό. μουσκεύω βροχή, βρέχω κα-τα-βρέ-χω
καταβροχθίζω
ρήμα Όταν καταβροχθίζεις κάτι, το τρως γρήγορα, γιατί πεινάς πολύ. κα-τα-βρο-χθί-ζω
κατάγομαι
ρήμα καταγωγή
καταγωγή
[η], ουσιαστικό Η καταγωγή σου είναι ο τόπος και η οικογένεια απ' όπου προέρχεσαι, απ' όπου κατάγεσαι. Η καταγωγή του Ίγκλι είναι από την Αλβανία, ζει και μεγαλώνει όμως στην Ελλάδα. κατάγομαι κα-τα-γω-γή
καταδέχομαι
ρήμα 1) Όταν καταδέχεσαι κάποιον, δέχεσαι να κάνεις παρέα μαζί του, είσαι φιλικός μαζί του. 2) Όταν δεν καταδέχεσαι κάτι,δε θέλεις να το χρησιμοποιήσεις, γιατί πιστεύεις πως δεν είναι αρκετά καλό για σένα. 1) «Τι έχει και δε μας καταδέχεται η Αθηνά σήμερα; Δε μας είπε ούτε καλημέρα» είπε ο Νίκος. 2) Όταν η θεία Έλλη έρχεται στην Αθήνα, δεν καταδέχεται το λεωφορείο, κυκλοφορεί μόνο με ταξί. περιφρονώ, δέχομαι κα-τα-δέ-χο-μαι
καταδικάζω
καταδικάζω, καταδικάζομαι, ρήμα Όταν το δικαστήριο καταδικάζει κάποιον, αποφασίζει πως πρέπει να πληρώσει πρόστιμο ή να μείνει για κάποιο καιρό στη φυλακή, γιατί είναι ένοχος για κάτι και πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό. Στο έργο που είδε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. 1) Όταν καταδικάζεται κάποιος, το δικαστήριο αποφασίζει ποια θα είναι η καταδίκη του.2) Λέμε κατάδικο αυτόν που είναι στη φυλακή, γιατί είναι ένοχος για κάτι. δικάζω κα-τα-δι-κά-ζω

