Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 27 Λήμματα [11 - 20]

ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο

επίθετο
ήλιος

ήλιος

[ο], ουσιαστικό
1) O ήλιος είναι το αστέρι που μας ζεσταίνει και φωτίζει τη γη. 2) Ήλιος είναι και το φως του ήλιου. 3) Όταν έχει ήλιο, έχει καλό καιρό.
2) «Δεν κάθομαι πολύ στον ήλιο» είπε η Αλίκη. «Δε θέλω να μαυρίσω».
1) Μία μέρα που έχει ήλιο είναι ηλιόλουστη. 2) Όταν καθόμαστε στο φως του ήλιου για να μαυρίσουμε, κάνουμε ηλιοθεραπεία.
ή-λιος
'ο καιρός'
Δες έρημος

ημέρα

[η], ουσιαστικό
μέρα

ημερολόγιο

[το], ουσιαστικό
Στο ημερολόγιο βλέπεις τους μήνες, τις βδομάδες και τις μέρες του χρόνου.
η-με-ρο-λό-γι-ο

ημερομηνία

[η], ουσιαστικό
Για να γιορτάσεις τα γενέθλια ενός φίλου, πρέπει να ξέρεις την ημερομηνία που γεννήθηκε. Πρέπει να ξέρεις τη μέρα, το μήνα και τη χρονιά που γεννήθηκε.
η-με-ρο-μη-νί-α

ήμερος, ήμερη, ήμερο

επίθετο
1) Ένα ήμερο ζώο ζει κοντά στους ανθρώπους. Δε ζει μόνο του στο δάσος. 2) Τα ήμερα φυτά τα καλλιεργούν οι άνθρωποι. Δε φυτρώνουν μόνα τους στα λιβάδια και στα δάση.
άγριος
ή-με-ρος

ήπειρος

[η], ουσιαστικό
Η Γη χωρίζεται σε 6 μεγάλα κομμάτια που λέγονται ήπειροι. Είναι η Ευρώπη, η Ασία, η Αμερική, η Αφρική, η Αυστραλία και η Ανταρκτική. Ανάμεσα στις ηπείρους υπάρχουν ωκεανοί.
ή-πει-ρος

ηρεμία

(η), ουσιαστικό
ήρεμος

ήρεμος, ήρεμη, ήρεμο

επίθετο
1) Μία ήρεμη θάλασσα δεν έχει κύματα, δεν είναι ταραγμένη. 2) Ένας ήρεμος άνθρωπος δεν είναι θυμωμένος και δεν ανησυχεί για κάτι.
2) O Κώστας είδε τα σκυλιά αλλά δε φοβήθηκε. Έμεινε ήρεμος.
ήσυχος, ταραγμένος
1) Όταν είσαι ήρεμος, έχεις ηρεμία. Ηρεμείς. 2) Όταν κάνεις κάτι ήρεμα, το κάνεις χωρίς να είσαι θυμωμένος.
ή-ρε-μος

ηρεμώ

ρήμα
ήρεμος