Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ζ"
ζυμάρι
[το], ουσιαστικό Το ζυμάρι είναι αλεύρι ανακατεμένο με νερό. Με το ζυμάρι φτιάχνουμε το ψωμί. Τα μακαρόνια και το κριθαράκι είναι ζυμαρικά. ζυ-μά-ρι
ζυμαρικό
[το], ουσιαστικό ζυμάρι
ζυμώνω
ζυμώνω, ζυμώνομαι, ρήμα Όταν ζυμώνεις, ανακατεύεις αλεύρι, νερό και μαγιά για να γίνει ζυμάρι. Η κυρία Μαργαρίτα ζύμωσε κουλουράκια και τα έβαλε στο φούρνο να ψηθούν. ζυ-μώ-νω
ζω
ρήμα 1) O πρίγκιπας έτρεξε δίπλα στη Χιονάτη, την είδε και φώναξε: «Ζει ακόμα! Αναπνέει, χτυπάει η καρδιά της, είναι στη ζωή, είναι ζωντανή!». 2) Η γιαγιά του Νίκου έζησε 96 χρόνια. Η ζωή της κράτησε 96 χρόνια. 3) Η οικογένεια του Κώστα και της Αθηνάς ζει στην Αθήνα. Μένει στην Αθήνα. 1) πεθαίνω ζω
ζωγραφιά
[η], ουσιαστικό Η ζωγραφιά είναι μία εικόνα που φτιάχνει κάποιος με χρώματα. Η Αθηνά έκανε μία ζωγραφιά με νερομπογιές. εικόνα, πίνακας, σχέδιο Η θεία Κατερίνα είναι ζωγράφος. Η δουλειά της είναι να ζωγραφίζει. Για να μάθει να ζωγραφίζει, σπούδασε ζωγραφική. ζω-γρα-φιά
ζωγραφίζω
ρήμα ζωγραφιά
ζωγραφική
[η], ουσιαστικό ζωγραφιά
ζωγράφος
[ο], [η], ουσιαστικό ζωγραφιά
ζωή
[η], ουσιαστικό O πρίγκιπας είπε στη Χιονάτη: «Θέλω να ζήσω όλη μου τη ζωή μαζί σου. Θα ζήσουμε μαζί μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». ζωντανός, ζω, ζωηρός ζω-ή
ζωηρός, ζωηρή, ζωηρό
επίθετο 1) «Αυτό το παιδί είναι ζωηρό» είπε η δασκάλα. Κάνει αταξίες, δεν είναι φρόνιμο. 2) O Κώστας προχωρούσε με ζωηρό βήμα. Δεν ήθελε ν' αργήσει. Με γρήγορο βήμα. 3) Το κόκκινο είναι ζωηρό χρώμα. Είναι έντονο και φωτεινό χρώμα. ζω-η-ρός

