Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ε"
ελληνόπουλο
[το], ουσιαστικό Ελλάδα
ελπίδα
[η], ουσιαστικό ελπίζω
ελπίζω
ρήμα Όταν ελπίζεις να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να γίνει. O πρίγκιπας έλπιζε να ξυπνήσει η Χιονάτη με το φιλί του. Είχε την ελπίδα ότι η Χιονάτη θα ξυπνήσει. ελ-πί-δα
εμβόλιο
[το], ουσιαστικό Το εμβόλιο είναι μία ένεση που κάνουμε για να μην κολλάμε αρρώστιες. Η θεία του κυρίου Μιχάλη έκανε το εμβόλιο κατά της γρίπης για να μην αρρωστήσει το χειμώνα. εμ-βό-λι-ο
εμετός
[ο)], ουσιαστικό Όταν κάποιος κάνει εμετό, είναι άρρωστος και βγάζει από το στόμα ό,τι έχει φάει κι έχει πιει. O Κώστας έφαγε χαλασμένο ψάρι κι έκανε εμετό πολλές φορές. ε-με-τός
εμπιστεύομαι
ρήμα 1) Όταν εμπιστεύεσαι κάποιον, πιστεύεις πως είναι τίμιος και πως δε θα κάνει κάτι για να σε πληγώσει. 2) Όταν εμπιστεύεσαι κάτι σε κάποιον, του το δίνεις για να το φυλάξει. 1) Η Αθηνά εμπιστεύεται τον Κώστα και του λέει όλα τα μυστικά της. 2) Όταν πηγαίνει διακοπές, η Αθηνά εμπιστεύεται τη Ροζαλία στην Ελένη. Όταν έχεις εμπιστοσύνη σε κάποιον, τον εμπιστεύεσαι. ε-μπι-στεύ-ο-μαι
εμπιστοσύνη
[η], ουσιαστικό εμπιστεύομαι
εμποδίζω
εμποδίζω, εμποδίζομαι, ρήμα Όταν εμποδίζεις κάποιον, δεν τον αφήνεις να περάσει ή να κάνει κάτι. O κύριος Μιχάλης στάθηκε μπροστά στην πόρτα της αυλής για να εμποδίσει τα παιδιά να περάσουν. εμπόδιο ε-μπο-δί-ζω
εμπόδιο
[το], ουσιαστικό Το εμπόδιο είναι κάτι που βρίσκεται στο δρόμο μας και δε μας αφήνει να περάσουμε ή να κάνουμε κάτι. Η Κοκκινουσκουφίτσα βρήκε ένα εμπόδιο μπροστά της. Ένα δέντρο είχε πέσει και της έκλεινε το δρόμο. εμποδίζω ε-μπό-δι-ο
εμπόρευμα
[το], ουσιαστικό έμπορος

