Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ε"
εργαστήριο
[το], ουσιαστικό Το εργαστήριο είναι ένα μέρος με εργαλεία ή άλλα πράγματα που χρειάζονται για να γίνει μία εργασία. O ξάδελφος του Νίκου σπουδάζει χημικός στην Αγγλία και δουλεύει κάθε μέρα στο εργαστήριο του πανεπιστημίου. εργασία, έργο ερ-γα-στή-ρι-ο
εργάτης, εργάτρια
[ο], [η], ουσιαστικό Εργάτης είναι κάποιος που εργάζεται με τα χέρια του. Η θεία του κυρίου Μιχάλη ήταν εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο παιχνιδιών. εργασία, εργάζομαι, έργο ερ-γά-της
εργατικός, εργατική, εργατικό
επίθετο εργασία
έργο
[το], ουσιαστικό 1) Έργο είναι κάτι που έχουμε φτιάξει ή η δουλειά που πρέπει να κάνουμε. 2) Έργο είναι μία ταινία στην τηλεόραση ή το σινεμά ή μία παράσταση στο θέατρο. 1) «Oι πίνακες αυτοί είναι έργα της Κατερίνας» είπε ο θείος Σταμάτης. «Το έργο του καλλιτέχνη είναι δύσκολο». 2) Η θεία Κατερίνα είδε ένα ωραίο έργο στο σινεμά. Oι καλλιτέχνες φτιάχνουν έργα τέχνης. Ένας πίνακας, ένα γλυπτό κι ένα σχέδιο είναι έργα τέχνης. εργασία, εργοστάσιο έρ-γο
εργοστασιάρχης
[ο], [η], ουσιαστικό εργοστάσιο
εργοστάσιο
[το], ουσιαστικό Το εργοστάσιο είναι ένα κτίριο όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι σε μηχανές και φτιάχνουν αυτοκίνητα, τρόφιμα ή άλλα πράγματα. O θείος του Νίκου δουλεύει στη Γερμανία σ' ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων. Εργοστασιάρχης είναι αυτός που έχει δικό του εργοστάσιο. έργο, εργάτης, εργασία ερ-γο-στά-σι-ο
ερείπιο
[το], ουσιαστικό Όταν ένα σπίτι γκρεμίζεται, μένουν τα ερείπιά του. Τα παιδιά έπαιζαν στα ερείπια του σπιτιού που έπεσε από το σεισμό. ε-ρεί-πι-ο
ερημιά
[η], ουσιαστικό Στο δάσος είχε ερημιά. Δεν υπήρχε κανένας. Η Κοκκινοσκουφίτσα φοβόταν να προχωρήσει. «Τι κάνεις μόνη σου σ' αυτή την ερημιά;» τη ρώτησε ο κακός λύκος. έρημος ε-ρη-μιά
έρημος
[η], ουσιαστικό Η έρημος είναι ένα μέρος με άμμο όπου δεν υπάρχει νερό και δε φυτρώνει σχεδόν τίποτα. ερημιά έ-ρη-μος
έρημος, έρημη, έρημο
επίθετο Σ' ένα έρημο μέρος δεν υπάρχει κανένας. Η θεία Έλλη χάθηκε χθες βράδυ στην Αθήνα. Oι δρόμοι ήταν έρημοι κι άρχισε να φοβάται. ερημιά έ-ρη-μος

