Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 218 Λήμματα [171 - 180]

εργαστήριο

[το], ουσιαστικό
Το εργαστήριο είναι ένα μέρος με εργαλεία ή άλλα πράγματα που χρειάζονται για να γίνει μία εργασία.
O ξάδελφος του Νίκου σπουδάζει χημικός στην Αγγλία και δουλεύει κάθε μέρα στο εργαστήριο του πανεπιστημίου.
εργασία, έργο
ερ-γα-στή-ρι-ο

εργάτης, εργάτρια

[ο], [η], ουσιαστικό
Εργάτης είναι κάποιος που εργάζεται με τα χέρια του.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη ήταν εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο παιχνιδιών.
εργασία, εργάζομαι, έργο
ερ-γά-της

εργατικός, εργατική, εργατικό

επίθετο
εργασία

έργο

[το], ουσιαστικό
1) Έργο είναι κάτι που έχουμε φτιάξει ή η δουλειά που πρέπει να κάνουμε. 2) Έργο είναι μία ταινία στην τηλεόραση ή το σινεμά ή μία παράσταση στο θέατρο.
1) «Oι πίνακες αυτοί είναι έργα της Κατερίνας» είπε ο θείος Σταμάτης. «Το έργο του καλλιτέχνη είναι δύσκολο». 2) Η θεία Κατερίνα είδε ένα ωραίο έργο στο σινεμά.
Oι καλλιτέχνες φτιάχνουν έργα τέχνης. Ένας πίνακας, ένα γλυπτό κι ένα σχέδιο είναι έργα τέχνης.
εργασία, εργοστάσιο
έρ-γο

εργοστασιάρχης

[ο], [η], ουσιαστικό
εργοστάσιο

εργοστάσιο

[το], ουσιαστικό
Το εργοστάσιο είναι ένα κτίριο όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι σε μηχανές και φτιάχνουν αυτοκίνητα, τρόφιμα ή άλλα πράγματα.
O θείος του Νίκου δουλεύει στη Γερμανία σ' ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων.
Εργοστασιάρχης είναι αυτός που έχει δικό του εργοστάσιο.
έργο, εργάτης, εργασία
ερ-γο-στά-σι-ο

ερείπιο

[το], ουσιαστικό
Όταν ένα σπίτι γκρεμίζεται, μένουν τα ερείπιά του.
Τα παιδιά έπαιζαν στα ερείπια του σπιτιού που έπεσε από το σεισμό.
ε-ρεί-πι-ο

ερημιά

[η], ουσιαστικό
Στο δάσος είχε ερημιά. Δεν υπήρχε κανένας. Η Κοκκινοσκουφίτσα φοβόταν να προχωρήσει. «Τι κάνεις μόνη σου σ' αυτή την ερημιά;» τη ρώτησε ο κακός λύκος.
έρημος
ε-ρη-μιά

έρημος

[η], ουσιαστικό
Η έρημος είναι ένα μέρος με άμμο όπου δεν υπάρχει νερό και δε φυτρώνει σχεδόν τίποτα.
ερημιά
έ-ρη-μος

έρημος, έρημη, έρημο

επίθετο
Σ' ένα έρημο μέρος δεν υπάρχει κανένας.
Η θεία Έλλη χάθηκε χθες βράδυ στην Αθήνα. Oι δρόμοι ήταν έρημοι κι άρχισε να φοβάται.
ερημιά
έ-ρη-μος