Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Δ"
διαμαρτύρομαι
ρήμα Όταν διαμαρτύρεσαι για κάτι, λες ότι δε συμφωνείς με κάτι ή παραπονιέσαι για κάτι. O Κώστας διαμαρτύρεται πάντα για το πρωινό ξύπνημα. 1) Όταν κάνω μία διαμαρτυρία, λέω σ' όλους ότι δε συμφωνώ με κάτι. 2) Η θεία Κατερίνα πήγε σε μία διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο. δι-α-μαρ-τύ-ρο-μαι
διαμέρισμα
[το], ουσιαστικό Το διαμέρισμα είναι ένα σπίτι με δύο ή περισσότερα δωμάτια που βρίσκεται στον όροφο ή στο ισόγειο μίας πολυκατοικίας. Σε διαμερίσματα μένουν και ζουν οι άνθρωποι στις πόλεις. δι-α-μέ-ρι-σμα
διάρκεια
[η], ουσιαστικό Η διάρκεια ενός ταξιδιού είναι ο χρόνος από τη στιγμή που αρχίζει μέχρι και τη στιγμή που τελειώνει. Όταν κάτι έχει μεγάλη διάρκεια, κρατάει πολλή ώρα. Αντίθετα όταν κάτι έχει μικρή διάρκεια, κρατάει λίγο και τελειώνει γρήγορα. Η διάρκεια της ταινίας ήταν μεγάλη. Κράτησε τρεις ώρες. δι-άρ-κει-α
διαρκώ
ρήμα Όταν κάτι διαρκεί, συνεχίζει να γίνεται. «O αγώνας διαρκεί δύο ώρες» είπε ο Κώστας. Η Αθηνά διαρκώς ξεχνάει το σάντουιτς στο σπίτι. Συνέχεια το ξεχνάει. δι-αρ-κώ
διάσημος, διάσημη, διάσημο
επίθετο Όταν είσαι διάσημος, σε ξέρουν πολλοί άνθρωποι. Η Αθηνά λέει πως η Ροζαλία είναι διάσημη στη γειτονιά. Όλοι την ξέρουν. γνωστός δι-ά-ση-μος
διασκεδάζω
ρήμα 1) Όταν διασκεδάζεις με κάτι, περνάς ωραία, επειδή κάνεις κάτι που σου αρέσει. 2) Όταν διασκεδάζεις κάποιον, τον κάνεις να περνάει ωραία. 1) Η Αθηνά διασκεδάζει όταν ακούει τις ιστορίες του θείου Αλέκου. 2) O θείος Αλέκος διασκεδάζει την Αθηνά με τις ιστορίες του. Oι ιστορίες του θείου είναι διασκέδαση για την Αθηνά. Της δίνουν κέφι και χαρά. «Τι διασκεδαστικές που είναι! Περνάω τόσο ωραία! Τι διασκεδαστικός που είναι αυτός ο θείος. Με κάνει να γελάω» σκέφτεται. δι-α-σκε-δά-ζω
διασκέδαση
[η], ουσιαστικό διασκεδάζω
διασταύρωση
[η], ουσιαστικό Η διασταύρωση είναι το μέρος όπου συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι. Το σπίτι της Ελένης βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Θράκης και Ηπείρου. δι-α-σταύ-ρω-ση
διάστημα
[το], ουσιαστικό 1) Το διάστημα είναι το μέρος που βρίσκεται έξω από την ατμόσφαιρα της γης. Στο διάστημα υπάρχουν τ' αστέρια και οι πλανήτες. 2) Όταν κάτι κρατάει για μεγάλο διάστημα, κρατάει πολύ ενώ όταν κάτι κρατάει για μικρό διάστημα, κρατάει λίγο. 2) Η βροχή κράτησε για ένα διάστημα μισής ώρας περίπου. Ήταν όμως αρκετό για να γίνει ο Κώστας και ο Νίκος μούσκεμα. Το διαστημόπλοιο είναι μία μηχανή που μπορεί να ταξιδέψει στο διάστημα. δι-ά-στη-μα
διασχίζω
διασχίζω, διασχίζομαι, ρήμα 1) Όταν διασχίζεις ένα δρόμο, περνάς από τη μία πλευρά του στην άλλη. 2) Όταν ένα ποτάμι διασχίζει μία πόλη, περνάει μέσα απ' αυτήν την πόλη από τη μία ως την άλλη άκρη της. δι-α-σχί-ζω

