Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 151 Λήμματα [141 - 150]

δύση

[η], ουσιαστικό
1) Όταν έχουμε δύση του ηλίου, ο ήλιος φεύγει στο τέλος της μέρας κι έρχεται η νύχτα. 2) Η δύση είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Όταν κάτι βρίσκεται ή κινείται προς τη δύση, είναι δυτικό.
δύ-ση

δυσκολεύομαι

ρήμα
δύσκολος

δυσκολία

[η], ουσιαστικό
δύσκολος

δύσκολος, δύσκολη, δύσκολο

επίθετο
Όταν κάτι είναι δύσκολο, δεν μπορείς να το καταλάβεις ή να το κάνεις χωρίς κόπο.
O Κώστας στραμπούληξε το πόδι του και του ήταν δύσκολο να περπατήσει.
εύκολος
O Κώστας δυσκολευόταν στο περπάτημα. Περπατούσε με δυσκολία. O Νίκος είδε ότι ο Κώστας περπατούσε δύσκολα κι ανησύχησε.
δύ-σκο-λος

δυστύχημα

[το], ουσιαστικό
Το δυστύχημα είναι ένα πολύ σοβαρό ατύχημα.
«Έγινε ένα σοβαρό δυστύχημα στην εθνική οδό και σκοτώθηκαν πέντε άτομα» είπε ο θείος Τάκης.
δυστυχισμένος, δυστυχώς
δυ-στύ-χη-μα

δυστυχία

[η], ουσιαστικό
δυστυχισμένος

δυστυχισμένος, δυστυχισμένη, δυστυχισμένο

μετοχή
Όταν είσαι δυστυχισμένος, είσαι πολύ λυπημένος, επειδή σου συνέβη κάτι δυσάρεστο.
ευτυχισμένος, χαρούμενος
Νιώθεις δυστυχία.
δυστύχημα, δυστυχώς
δυ-στυ-χι-σμέ-νος

δυστυχώς

επίρρημα
Όταν λες δυστυχώς, λυπάσαι για κάτι που έγινε ή εύχεσαι να είχες καλύτερη τύχη.
«Δυστυχώς δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις» είπε η Αλίκη.
ευτυχώς
δυστυχία, δυστύχημα, δυστυχώς
δυ-στυ-χώς

δωμάτιο

[το], ουσιαστικό
Το δωμάτιο είναι ο χώρος σ' ένα σπίτι που έχει τους δικούς του τοίχους, τη δική του πόρτα και το δικό του ταβάνι.
Το δωμάτιο της Αθηνάς έχει γαλάζιους τοίχους και βλέπει στον κήπο.
δω-μά-τι-ο
'το δωμάτιο'

δωρεάν

επίρρημα
Όταν παίρνεις κάτι δωρεάν, δε δίνεις καθόλου χρήματα.
τζάμπα
δω-ρε-άν