Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 151 Λήμματα [111 - 120]

δισκέτα

[η], ουσιαστικό
δίσκος

δίσκος

[ο], ουσιαστικό
1) Βάζουμε ένα δίσκο στο στερεοφωνικό για ν' ακούσουμε μουσική. Σήμερα οι δίσκοι που χρησιμοποιούμε για ν' ακούμε μουσική λέγονται σιντί. 2) Με το δίσκο σερβίρουμε φαγητά και ποτά. 3) Στο άθλημα της δισκοβολίας οι αθλητές πετούν μακριά ένα μεταλλικό δίσκο.
Η δισκέτα είναι ένας μικρός δίσκος που τον βάζουμε στον υπολογιστή και αντιγράφουμε σ' αυτόν πληροφορίες για να τις μεταφέρουμε σ' έναν άλλο υπολογιστή.
δισκοβολία
δί-σκος

διστάζω

ρήμα
Όταν διστάζεις, περιμένεις λίγο πριν να κάνεις κάτι, επειδή δεν είσαι σίγουρος ή γιατί φοβάσαι.
O Κώστας δίστασε να μπει στην αυλή του κυρίου Μιχάλη, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι η μπάλα έπεσε εκεί.
O δισταγμός του δεν κράτησε πολύ.
δι-στά-ζω

δίχτυ

[το], ουσιαστικό
1) Το δίχτυ είναι ένα πλεκτό ύφασμα με πολλές τρύπες που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να πιάνουν ψάρια. 2) Στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ το δίχτυ κρατάει τη μπάλα, όταν κάποιος βάζει γκολ ή καλάθι.
2) O Κώστας έριξε τη μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα.
δί-χτυ

δίψα

[η], ουσιαστικό
διψώ

διψασμένος, διψασμένη, διψασμένο

μετοχή
διψώ

διψώ

διψώ και διψάω, ρήμα
1) Όταν διψάς, θέλεις να πιεις νερό. 2) Όταν διψάς για κάτι, το θέλεις πάρα πολύ.
1) Η Αθηνά ήπιε πολύ νερό μετά τη γυμναστική, γιατί διψούσε πολύ.
Η Αθηνά ένιωθε δίψα. Ήταν διψασμένη.
δι-ψώ

διώροφος, διώροφη, διώροφο

επίθετο
Όταν ένα κτίριο είναι διώροφο, έχει δύο πατώματα. Διώροφο μπορεί να είναι κι ένα λεωφορείο.
O Νίκος μένει σε μία διώροφη πολυκατοικία.
όροφος
δι-ώ-ρο-φος

διώχνω

διώχνω, διώχνομαι, ρήμα
Όταν διώχνεις κάποιον ή κάτι, το κάνεις να φύγει μακριά.
Η Αθηνά ήταν στενοχωρημένη, επειδή έχασε τη Ροζαλία κι έδιωχνε όποιον πήγαινε στο δωμάτιό της.
απομακρύνω
διώ-χνω

δοκιμάζω

δοκιμάζω, δοκιμάζομαι, ρήμα
1) Όταν δοκιμάζεις κάτι, το ελέγχεις για να δεις αν δουλεύει σωστά. 2) Όταν δοκιμάζεις ένα φαγητό, τρως λίγο για να δεις αν είναι ωραίο. 3) Όταν δοκιμάζεις ρούχα ή παπούτσια, τα φοράς για να δεις αν σου ταιριάζουν.
1) Η Αθηνά δοκίμασε το καινούριο της ποδήλατο και ήταν ενθουσιασμένη.
Όταν κάνεις μία δοκιμή, προσπαθείς να δεις αν μπορείς να καταφέρεις κάτι. Μετά τη βόλτα η Αθηνά έκανε μία δοκιμή να πιει το γάλα κλείνοντας τη μύτη της.
δο-κι-μά-ζω