Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 151 Λήμματα [11 - 20]

δάχτυλο

[το], δάχτυλο και δάκτυλο, το, ουσιαστικό
Tα χέρια και τα πόδια μας καταλήγoυν σε πέντε δάχτυλα.
δά-χτυ-λο
'το σώμα μας'

δειλία

[η], ουσιαστικό
δειλός

δειλός, δειλή, δειλό

επίθετο
Αν είσαι δειλός, αποφεύγεις κάτι δύσκολο, επικίνδυνο ή κουραστικό, επειδή φοβάσαι.
O Κώστας είναι δειλός και φοβάται να πάει στον οδοντίατρο.
θαρραλέος, γενναίος
1) Όταν ανοίγεις δειλά την πόρτα, διστάζεις προτού την ανοίξεις. 2) Όταν κάποιος είναι δειλός, όλα τα κάνει με δειλία.
δει-λός

δείπνο

[το], ουσιαστικό
Το δείπνο είναι το τελευταίο γεύμα της μέρας.
δεί-πνο

δείχνω

δείχνω, δείχνομαι, ρήμα
1) Όταν δείχνεις κάπου, σηκώνεις το δάχτυλό σου προς τα εκεί που θέλεις να δουν οι άλλοι. 2) Όταν δείχνεις κάτι σε κάποιον, τον αφήνεις να το δει. 3) Όταν δείχνεις σε κάποιον πώς να κάνει κάτι, το κάνεις εσύ για σε δει και να το μάθει κι εκείνος.
1) O Κώστας έδειξε με το δάχτυλό του ένα σπίτι που είχε καεί στη γειτονιά του. 2) O Κώστας ήταν πολύ χαρούμενος με το καινούριο του ρολόι κι όλο το έδειχνε στην Αθηνά. 3) Η κυρία Μαργαρίτα έδειξε στην Αθηνά πώς να μαγειρεύει μακαρόνια.
Oι δείκτες του ρολογιού δείχνουν την ώρα.
δεί-χνω

δελφίνι

[το], ουσιαστικό
1) Τα δελφίνια είναι μεγάλα, έξυπνα και ήμερα ζώα της θάλασσας με μυτερή μουσούδα και σώμα ψαριού. 2) Όταν κάποιος κολυμπάει σαν δελφίνι, είναι πολύ καλός κολυμβητής. 3) Το ιπτάμενο δελφίνι είναι ένα πολύ γρήγορο πλοίο.
δελ-φί-νι
'η θάλασσα'

δέμα

[το], ουσιαστικό
Όταν φτιάχνεις ένα δέμα, τυλίγεις κάτι μέσα σ' ένα χαρτί και το δένεις.
O ταχυδρόμος κρατούσε τρία μεγάλα δέματα για την Αθηνά. Της τα είχε στείλει η Αλίκη από την Κρήτη.
δέ-μα

δέντρο

[το], ουσιαστικό
1) Το δέντρο είναι ένα ψηλό φυτό με ξύλινο κορμό, κλαδιά και φύλλα. 2) Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα αληθινό ή ψεύτικο έλατο που το στολίζουμε τα Χριστούγεννα με πολύχρωμες μπάλες και φωτάκια.
δέ-ντρο

δένω

δένω, δένομαι, ρήμα
1) Όταν δένεις κάτι, περνάς γύρω του σκοινί και κάνεις κόμπο ή φιόγκο. 2) Όταν δένεις κάποιον, περνάς σκοινί γύρω του και το τραβάς σφιχτά. 3) Όταν δένεις ένα τραύμα, το φροντίζεις και περνάς γύρω του επίδεσμο.
1) O Κώστας έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του.
δέσιμο
δέ-νω

δεξιός, δεξιά, δεξιό

επίθετο
Δεξιός είναι αυτός που βρίσκεται αντίθετα από το μέρος της καρδιάς.
Η Κοκκινοσκουφίτσα κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα καλάθι.
αριστερός
Όταν κάτι βρίσκεται δεξιά, βρίσκεται στη δεξιά πλευρά.
αριστερά
δε-ξι-ός