Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Β"
βοσκός
[ο], ουσιαστικό O βοσκός είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τις γίδες, όταν βόσκουν. Για βοηθό του έχει ένα σκύλο. Μαζί οδηγούν τα ζώα στο μαντρί. βόσκω βο-σκός
βόσκω
ρήμα Όταν τα ζώα βόσκουν, είναι ελεύθερα σ' ένα μέρος με πολύ χορτάρι και τρώνε. βοσκός βό-σκω
βότανο
[το], ουσιαστικό Τα βότανα είναι φυτά που θεραπεύουν διάφορες αρρώστιες. Στα παραμύθια υπάρχουν και βότανα που τα χρησιμοποιούν οι μάγοι και οι μάγισσες για να μαγέψουν κάποιον. βό-τα-νο Λέμε και βοτάνι.
βότσαλο
[το], ουσιαστικό Τα βότσαλα είναι οι μικρές λείες πέτρες που βρίσκουμε στις παραλίες. βό-τσα-λο
βουβός, βουβή, βουβό
επίθετο Όταν κάποιος είναι βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει. Όταν κάποιος μένει βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί κάτι τον τρόμαξε. βου-βός
βουίζω
ρήμα O κύριος Μιχάλης δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, γιατί ένα κουνούπι βούιζε μέσα στο αυτί του. Έκανε συνέχεια ένα μικρό αλλά ενοχλητικό θόρυβο. βου-ί-ζω
βουλιάζω
ρήμα 1) Όταν κάτι βουλιάζει, χάνεται σιγά σιγά μέσα στο νερό και πηγαίνει στο βυθό. 2) Όταν βουλιάζεις κάτι, το κάνεις να μπει κάτω από το νερό. 3) Η στέγη βούλιαξε από το βάρος του χιονιού. 1) Η βάρκα του θείου Τάκη έπεσε στα βράχια, τρύπησε και βούλιαξε. 2) Τα κύματα ήταν τεράστια και απειλούσαν να βουλιάξουν τη βάρκα του θείου Τάκη. 1) βυθίζομαι 2) βυθίζω βου-λιά-ζω
βουλώνω
ρήμα 1) Όταν κάτι βουλώνει, κλείνει και δεν περνάει πια τίποτα από μέσα του. 2) Όταν βουλώνεις κάτι, το κλείνεις καλά για να μην περνάει τίποτα από μέσα του. 1) Η μαμά της Αθηνάς φώναξε τον υδραυλικό, γιατί βούλωσε ο νεροχύτης. 2) O Κώστας βούλωσε τ' αυτιά του με τα χέρια για να μην ακούει τις βροντές. βου-λώ-νω
βουνό
[το], ουσιαστικό Το βουνό είναι ένα πολύ ψηλό κι ανηφορικό μέρος που για να τ' ανέβει κανείς θέλει πολύ χρόνο. Έχει πλαγιές και πάνω πάνω την κορυφή. βου-νό Δες κορυφή
βούρτσα
[η], ουσιαστικό 1) Με τη βούρτσα χτενίζουμε τα μαλλιά μας. 2) Με τη βούρτσα για τα δόντια πλένουμε τα δόντια μας. 3) Με τη βούρτσα για τα παπούτσια καθαρίζουμε τα παπούτσια μας. 2) oδοντόβουρτσα «Κώστα, δε θα βγεις έξω, αν δε βουρτσίσεις τα παπούτσια σου, δε βλέπεις πως είναι μέσα στη σκόνη;» είπε η κυρία Μαργαρίτα. βούρ-τσα

