Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 383 Λήμματα [41 - 50]

αδιαθεσία

[η], ουσιαστικό
αδιάθετος

αδιάθετος, αδιάθετη, αδιάθετο

επίθετο
Όταν κάποιος είναι αδιάθετος, είναι σαν άρρωστος και δεν αισθάνεται καλά.
Όταν είσαι αδιάθετος, έχεις αδιαθεσία.
α-δι-ά-θε-τος

αδιαφορία

[η], ουσιαστικό
αδιάφορος

αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφορο

επίθετο
O κύριος Μιχάλης είναι αδιάφορος για τη μόδα κι όλο φοράει κάτι παλιά ρούχα. Δεν ενδιαφέρεται για τη μόδα.
Όταν είσαι αδιάφορος για κάτι, τότε αδιαφορείς γι' αυτό, δείχνεις δηλαδή αδιαφορία.
α-δι-ά-φο-ρος

αδιέξοδο

[το], ουσιαστικό
Tο αδιέξοδο είναι ένας δρόμος που είναι κλεισμένος στο τέλος του και δεν μπορείς να περάσεις.
O δρόμος όπου βρίσκεται το σπίτι του κυρίου Μιχάλη οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ένας ψηλός άσπρος τοίχος.
α-δι-έ-ξο-δο

άδικος, άδικη, άδικο

επίθετο
Η Χιονάτη έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα κομμάτια. Δεν έδωσε μεγαλύτερο κομμάτι σε κανέναν. Δεν ήθελε να είναι άδικη.
δίκαιος
Ήταν δίκαιη και δεν έκανε αδικία. Δεν αδίκησε κανέναν.
ά-δι-κος

αδυναμία

[η], ουσιαστικό
αδύναμος

αδύναμος, αδύναμη, αδύναμο

επίθετο
Η Ροζαλία τριγυρνούσε στους δρόμους και δεν είχε φάει τρεις μέρες. Ένιωθε πολύ αδύναμη.
δυνατός
Δεν είχε αρκετή δύναμη, είχε αδυναμία.
α-δύ-να-μος
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

αδυνατίζω

ρήμα
αδύνατος

αδύνατος, αδύνατη, αδύνατο

επίθετο
1) Όταν κάποιος είναι αδύνατος, δε ζυγίζει πολλά κιλά. 2) Η Αθηνά είναι αδύνατη στην αριθμητική. Δεν την καταλαβαίνει εύκολα. Στη γραμματική όμως είναι πολύ καλή.
1) O Κώστας είναι αδύνατος, ενώ ο θείος Αλέκος ψηλός και χοντρός.
1) λεπτός, παχύς, χοντρός
Όταν χάνεις κιλά και γίνεσαι αδύνατος, αδυνατίζεις.
α-δύ-να-τος