Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 383 Λήμματα [371 - 380]

άφιξη

[η], ουσιαστικό
Η ξαφνική άφιξη του θείου Τάκη από την Κρήτη ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα. Το ότι ήρθε ξαφνικά ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα.
ερχομός, αναχώρηση
ά-φι-ξη

αφίσα

[η], ουσιαστικό
1) Η αφίσα είναι ένα μεγάλο χαρτί κολλημένο στον τοίχο που δείχνει, ανακοινώνει ή διαφημίζει κάτι. 2) Βάζουμε αφίσες στο δωμάτιό μας για να το ομορφύνουμε.
2) O Κώστας έχει βάλει μία αφίσα στον τοίχο με τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή.
α-φί-σα
Δες κολλώ

αφρίζω

ρήμα
1) Όταν κάτι αφρίζει, κάνει αφρούς, δηλαδή πολλές φουσκάλες μαζεμένες. 2) O κύριος Μιχάλης άφρισε από το κακό του, όταν βρήκε σκουπίδια μπροστά στο σπίτι του. Θύμωσε πολύ.
1) Η Αθηνά τρελαίνεται να πλένεται με σαπούνια που αφρίζουν πολύ.
αφρός, αφρόλουτρο
α-φρί-ζω

αφρόλουτρο

[το], ουσιαστικό
1) Όταν κάνεις αφρόλουτρο, περνάς αρκετή ώρα στη μπανιέρα μέσα στο ζεστό νερό και τους αφρούς από το σαπούνι. 2) Το αφρόλουτρο είναι το υγρό σαπούνι που βάζεις στο νερό της μπανιέρας. Μυρίζει ωραία και κάνει πλούσιο αφρό.
αφρός, αφρίζω
α-φρό-λου-τρο

αφρός

[ο], ουσιαστικό
Όταν πλένεσαι με σαπούνι και νερό, το σαπούνι κάνει αφρό, πολλές μικρές άσπρες φουσκάλες που μένουν στην επιφάνεια του νερού. Αφρό κάνουν η θάλασσα και η μπίρα.
αφρίζω, αφρόλουτρο
α-φρός

αχ

επιφώνημα
Λέμε αχ, όταν αισθανόμαστε πόνο, χαρά, λύπη ή επιθυμία.
«Αχ, τα καημένα τα σκυλάκια,πεινάνε!» σκέφτηκε η θεία του κυρίου Μιχάλη.
αχ

αχάριστος, αχάριστη, αχάριστο

επίθετο
Όταν κάποιος είναι αχάριστος, ξεχνάει το καλό που του έκαναν.
α-χά-ρι-στος

αχλάδι

[το], ουσιαστικό
Το αχλάδι είναι ένα πράσινο φθινοπωρινό φρούτο. Είναι στρογγυλό στο κάτω μέρος και γίνεται πιο μακρύ και πιο στενό προς το κοτσάνι.
Το δέντρο που κάνει τ' αχλάδια, είναι η αχλαδιά.
α-χλά-δι
Mέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη λάδι. Τι είμαι;

άχνα

[η], ουσιαστικό
Η άχνα είναι ο πολύ μικρός θόρυβος που κάνει κανείς, όταν αναπνέει. Τη λέξη άχνα τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος κάνει πολλή ησυχία ή δε λέει απολύτως τίποτα.
O Πιτσικόκος είδε τη Ροζαλία να πλησιάζει και από το φόβο του δεν έβγαλε άχνα όλη την ημέρα.
αχνός
ά-χνα

αχνός

[ο], ουσιαστικό
O αχνός είναι ο ατμός που σχηματίζεται, όταν κάτι είναι πολύ ζεστό.
O Νίκος άνοιξε το φούρνο της κυρίας Μαργαρίτας και τα γυαλιά του γέμισαν αχνούς.
ατμός
άχνα
α-χνός