Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Το ξεριζωμένο δέντρο
|
Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. Έβλεπα την απέναντι πεδιάδα του Ελλομένου υποβρύχιον και καταστρεφομένην, τα δε καλλιμέτωπα όρη της Ελάτης και των Κάρων πυρπολούμενα υπό των κεραυνών. Η θάλασσα βρυχωμένη συνεστρέφετο εντός στενωτάτων πορθμών και εφαίνετο δυσανασχετούσα, ωσεί λέαινα εν κλωβίω, τα δε κύματά της, εν ω εισέβαλλον διά του στομίου της Θηλειάς, κειμένης προς το νοτιοδυτικόν ακρωτήριον του Μεγανησίου, και μεγαλοπρεπώς επορεύοντο προς την παραλίαν της Ζαβέρδας, απήντων κατά μέτωπον τον Σκορπιόν και την Σπάρτην, εκ της χορείας και ταύτας των Ταφίων, και αντικρουόμενα κατέπιπτον αφροστεφή και γιγαντώδη επί της Μαδουρής και της αμμώδους ακτής του Ελλομένου. Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι. Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του. Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο». Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος. Εγγενήθη ούτος κατά το 1799 και μόλις έφηβος ησπάσθη το είδος εκείνο του βίου, όπερ παρά μεν τοις ευνομουμένοις έθνεσιν υποδεικνύει άκρατον τάσιν προς την βιαιοπραγίαν, εθεωρείτο δε παρ’ ημίν ως εξαιρέτως ιδιάζον προς μόνους τους γενναίους και τους τολμητίας. Ουδ’ εβράδυνε να γίνη γνωστός ο Αργύρης διά το ακαταδάμαστον του ήθους, και εν ταις νυκτεριναίς αυτούς εκδρομαίς ενέσπειρε τρόμον παριστάμενος ως νυκτερόβιον φάσμα, επιβάλλων την θέλησίν του και απαιτών σεβασμόν και υπακοήν εις τα ορέξεις του. Τότε ηράσθη Ελένης τινός, θυγατρός Μιχαήλτου Περδικάρη εκ του χωρίου Καλαμίτσι, καθ’ α δε προκύπτει εκ του παρά πόδας δημοτικού άσματος, ο έρως αυτού δεν απεκρούετο. Αλλ’ οι γεννήτορες της νεανίδος απέρριψαν επιμένων τας περί του γάμου προτάσεις του Αργύρη και η άρνησις αύτη διήγειρεν εν τη αγρία ψυχή του μνηστήρος άσβεστον ζηλοτυπίαν και ακατάσχετον πόθον εκδικήσεως. Εκήρυξεν επομένως πόλεμον κατά της οικογενείας της Ελένης, κατέστρεψε πολλά των κτημάτων αυτής, επλήγωσε καιρίως ένα εκ των συγγενών της και τέλος ενεδρεύσας απήγαγε την κόρην και βιάσας αυτήν την απέπεμψεν, αφού διά του ξίφους κατέκοψεν αυτής τας παρειάς επ’ ελπίδι ότι ούτω πως ηκρωτηριασμένην ουδείς ήθελέ ποτε την ορεχθή. Μετά το κακούργημα τούτο εκηρύχθη εκτός της προστασίας των νόμων και αδρά ωρίσθη αμοιβή επί τη κεφαλή αυτού. Περιέζωσαν τα όρη τακτικοί και έκτακτοι χωροφύλακες, αποσπάσματα της αγγλικής φρουράς εξήλθον ως εις άγραν θηρίου τινός, και όμως επί δεκαπέντε ολοκλήρους μήνας ο Αργύρης εδυνήθη να παραταχθή μόνο, τυγχάνων πανταχού προστασίας και περιθάλψεως, ίσως διότι πάντες έβλεπον μετά δυσμενείας νεανίαν ομόθρησκον και γενναίον ασπλάχνως ιχνηλατούμενον υπό αλλοφύλων και ετεροδόξων. Ό,τι όμως αι αγγλικαί λόγχαι δεν ίσχυσαν να κατορθώσωσι, το κατώρθωσεν η διαφθορά, και δύο εκ πνεύματος συγγενείς αυτού και φίλοι, ο Πατράλας και ο Νικόλαος Κούρτης, αφού πρώτον αδελφικώς συνεδείπνησαν μετά του Αργύρη, δολίως τον εφόνευσαν, πυροβολήσαντες κατ’ αυτού εν των νώτων, εν ω προεπορεύετο αμερίμνως, κατά την 22 Αυγούστου τους έτους 1827. Οι δολοφόνοι, γενόμενοι μισητοί, κατέλυσαν τον βίον εν κατάραις και εν αναθέμασι. Πιστεύεται δε ότι η πέτρα, εφ’ ης έπεσε και ήν έβαψε διά του αίματος του ο Αργύρης, παρασυρθείσα βαθμηδόν υπό των υδάτων, υπάρχει σήμερον μακράν του τόπου, ένθα απ’ αρχής έκειτο, και ότι είναι αυτή εκείνη, ήν προ χρόνων χωρικός τις μοι υπέδειξεν εντός της κοίτης του χειμάρρου και ήτις διεκρίνετο διά της επωνυμίας το κοντρί του Αργύρη, πλησίον του μέρους, όπου εις τον αναβαίνοντα εκ της πεδιάδος παρίσταται αριστερόθεν υψηλός απότομος βράχος, παρά τους πρόποδας του οποίου μεγαλοπρεπής πλάτανος επισκιάζει μικροσκοπικόν και πενιχρόν νερόμυλον. Ταύτα προς διασάφησιν του πρώτου μέρους του στιχουργήματος. Το δεύτερον αυτού μέρος αποτελεί σύμπλεγμα ατομικών εντυπώσεων, αίτινες επολιόρκουν την φαντασίαν μου, επανελθόντος εξ Αθηνών, όπου επί τέσσαρας μήνας είχα ενδιατρίψει ως πληρεξούσιος της Λευκάδος εν τη δευτέρα εθνική των Ελλήνων συνελεύσει. |
Το τραγούδι του Αργύρη
Τρία πουλάκια κάθονται στης Εγκλουβής τα μέρη. Το ’να τηράει τη Βαφκερή, τ’ άλλο το Καλαμίτσι, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: Δε σ’ τοὒπα εγώ, χρυσό πουλί, δε σ’ τοὒπα εγώ η Ελένη στην Εγκλουβή να μη διαβείς μάδε να μην περάσεις, με Κούρτη φίλος μην πιαστείς και μπέσα μην του δώσεις, γιατ’ είν’ ο Κούρτης άπιστος και θε να σε σκοτώσει; —Να ’θε το ξέρω αποβραδίς, να ’θε το καταλάβω, να κάμω την Πατράλαινα να κλαίει νύχτα μέρα. |


