Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Ο βράχος και το κύμα
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ», το κύμ’ ανδρειωμένο λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. «Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία. 5 Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα, βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα. Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, 10 και σὄγλειφα και σὄπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ’ εκοίταζες κι εφώναζες του κόσμου να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου. Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, 15 και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ’θε’ κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη· τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι. Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι 20 θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…» Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος. Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες. 25 Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν, και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν, καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε. Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα 30 χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει. «Κύμα, τί θέλεις από με και τί με φοβερίζεις; Ποιός είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, 35 αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;… Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω». «Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος 40 χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος. Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με, έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με. Εδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη. 45 Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια… Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια… Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου το περιγέλασαν πολλοί, και τα παθήματά μου τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη… 50 Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη· καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου, γίγαντας στέκω εμπρός σου!» Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του. 55 Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει σα να ’ταν από χιόνι. Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη, η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει στον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα 60 που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα. [1863]
|
Προς τον αξιότιμον πρόεδρον του εν Κερκύρα Πολιτικού Συλλόγου «Η Αναγέννησις» , Η εικοστή πέμπτη Μαρτίου και η δεκάτη Οκτωβρίου, καίτοι απέχουσαι τεσσαράκοντα δύο έτη η μία από της άλλης ουχ ήττον συνταυτίζονται και συνδέονται εν τη ιστορία ημών τοσούτον, ώστε ήθελεν είναι αδύνατον να τας διαζεύξει τις χωρίς να διακόψει την τε συνέχειαν του παρελθόντος μετά του μέλλοντος και την ενότητα της ενεργείας, δι’ ης η ημετέρα φυλή προβαίνει εις τον προορισμόν αυτής, γενναίως παλαίουσα προς τα ανταγωνιζόμενα στοιχεία. Αι ημέραι αύται υπάρχουσι καθιερωμέναι εν τη καρδία ημών. Ο δε λαός τας καθηγίασεν ήδη και τας κατέγραψεν εν τες αιματηρές δέλτοις του εθνικού μαρτυρολογίου, ούτε θέλει παύσει προσφέρων αυτές, εν είδει θυμιάματος και ολοκαυτώματος, τας εμπνεύσεις και την λατρείαν του. Η δημοτική ελληνική ποίησις υπήρξεν υπό την δουλείαν ο αχώριστος σύντροφος, η μόνη παρηγορία της τεθλιμμένης ψυχής του ημετέρου έθνους. Αείποτε πένθιμος, μελαγχολική, αλλ’ αείποτε πλήρης ζωής και ελπίδων, φέρει εστεμμένον το μέτωπον με κλάδους κυπαρίσσου και δάφνης, ως αν ήθελε να είπει προς ημάς τους μεταγενεστέρους ότι εκ των παθημάτων θέλει βλαστήσει η νίκη. Συνοδεύσασα πιστώς τον Έλληνα εν τοις διωγμοίς, εν τοις δεσμωτηρίοις, επί του πεδίου της μάχης, ουδέποτε εγκατέλειπεν αυτόν ορφανόν, μεμονωμένον κατά την σκληράν δοκιμασίαν τοσούτων αιώνων. Δικαιούται λοιπόν και τώρα η δημοτική ποίησις, η φιλόστοργος αύτη αδελφή και συμμέτοχος των δεινών του ελληνικού έθνους παθημάτων, δικαιούται να συμμεθέξει και του σημερινού αγώνος. Όπου προσπάθεια, σκοπόν έχουσα την ανέγερσιν και το μεγαλείον του Έλληνος, εκεί αύτη κατά δικαίωμα παρευρίσκεται, διότι εις αυτήν μόνην απόκειται να συντάξει τον επινίκιον ύμνον και να ψάλει το χαρμόσυνον άσμα, αφού δεν απηύδησε ποτέ θρηνωδούσα επί του τάφου τοσούτων ηρώων προς επισημοποίησιν των βασάνων και των μαρτυρίων. Εν τω στιχουργήματι, όπερ λαμβάνω την τιμήν ν’ αφιερώσω προς υμάς, απεικονίζεται αλληγορικώς η πάλη και ο θρίαμβος του Ελληνισμού κατά της βαρβαρικής κατακτήσεως, του μεν πρώτου παριστανομένου ως κύματος αφροστεφούς, της δε δευτέρας ως πέτρας ισταμένης εν μέσω του πελάγους. Δεχθείτε αυτό μετ’ ευμενείας, ουχί ως έργον αντάξιον του θέματος, αλλ’ ως ελάχιστον δείγμα του προς υμάς βαθυτάτου σεβασμού μου. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ |
Προς τον έντιμον ιππότην κύριον Αρ. Βαλαωρίτην , Έχω την τιμήν να αναγγείλω υμίν ότι ο σύλλογος εν τη συνεδριάσει 17 οδεύοντος, ακροασθείς της τε προς αυτόν επιστολής και του εις αυτόν αφιερωθέντος ποιήματος « », ενθουσιωδώς απεφάνθη ίνα αμφότερα τα ευγενή ταύτα προϊόντα της ευφυΐας υμών, διά του δημοσιογραφικού οργάνου του συλλόγου καταστηθώσι κτήμα του Πανελληνίου, προς ο απευθύνονται. Δια της αποφάσεως ταύτης ο σύλλογος επεθύμησε ν’ ανταποδώσει υμίν δημοσίας χάριτας δι’ ήν περιεποιήσατε αυτώ τιμήν, συνάμα δε ίνα εκπληρώσει εν των κυριοτέρων καθηκόντων της εαυτού αποστολής, παραδεχόμενος και την διά των πλασμάτων της φαντασίας σημαντικήν εκδήλωσιν του εθνικού φρονήματος. Δέχθειτε, έντιμε κύριε, την διαβεβαίωσιν της προς υμάς εξαιρέτου υπολήψεώς μου. Κερκύρα τη 22 Μαρτίου 1863. Ε.Ε. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΓΟΥΡΓΟΥΡΑΚΗΣ Πρόεδρος του συλλόγου «Η Αναγέννησις» |