Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Νεκρική ωδή

Να είμαστε γυμνασμένοι και έτοιμοι για κάθε αγώνα και προπάντων για τον αγώνα που πρέπει ν’ αρχίσει διά την ένωση της φυλής.
(Ίδας. Ίων Δραγούμης, «Προκήρυξη στους σκλαβωμένους και στους ελευθερωμένους έλληνες», Ελληνικά χώματα 1898).

Δε σὄμοιαζε, λεβέντη μου, στη μαύρη γης για νά μπεις.

(Μοιρολόγι)

Το Χέρι που ανεβάζει όπου της πρέπει των εθνών την κορόνα, την Ελλάδα, το δοξάζω. Του τραγουδιού μου σκέπη, πρωτοΰψωσα βωμό για την Παλλάδα.

5 Μα κανείς δε με μπόδισεν εμένα να τα στυλώνω λυρικά τα μάτια, προς κάποια ωραία πατήματα αντειωμένα, σ’ όποιους δρόμους και σ’ όποια μονοπάτια.

—Εσένα δε σου στέκει ανθρώπου θρήνος· 10 μόνο το σκούσμα αισχύλειας μιας Κασσάντρας· στο λόγο αρχοντικός ανθούσες κρίνος, στην πράξη, όπου και όπως, ήσουν ο άντρας.

Μαρτύρων και ηρώων αίμα· το αίμα που το αγρικούσες κι έβραζεν εντός σου 15 του μάρτυρα σου φόρεσε το στέμμα στο θάνατό σου.

Α! η κακή ώρα από τη μαύρη Μοίρα (τα γραμμένα της ποιός θα τα διαβάσει;) που σε ρούφηξε στον καταποτήρα, 20 που βουλήθηκε να σε κομματιάσει

την ίδια την ημέρα, όταν το κύμα το αγέρινο μας έφερε το μαύρο το μήνυμα σαν πάγωμα από μνήμα στο πανηγύρι το εθνικό το γαύρο,

25 το μήνυμα, α! Το δολοφόνο κρίμα, κατάκαρδα που χτύπαε την πατρίδα, και της γιορτής ξεσχίζοντας το ντύμα και της χαράς, την έκανε βακχίδα.

Μα κανείς δε με μπόδισεν εμένα 30 στο θυμό και στο ξάφνιασμα, άγρια πόσο! τα λαϊκά, — ιερό λείψανο σ’ εσένα τη σκέψη λυρικά να τη στυλώσω.

—Του Παγγαίου η χρυσή και του Στρυμόνα η Ελληνοπούλα η ποθητή ω κατάρα! 35 πότε του Τούρκου κυνηγού τρυγόνα, πότε μπαίγνιο στου Βούλγαρου τη φάρα.

Στα Μελένικα και στα Μοναστήρια του ξυπνητή που αρχίζει το τουφέκι, του πρωτομάρτη Αντάρτη, νικητήρια 40 δαφνοστέφανα ο λόγος σου του πλέκει.

Κι από τη Βοσπορίτισσα την Πόλη, που τώρα απλώνει ασκλάβωτα τα χέρια, καρτερώντας ν’ ανοίξει, αραξοβόλι πανεθνικό, στα ελληνικά τ’ ασκέρια,

45 απ’ την Πόλη του ονειρευτού Βοσπόρου, σαν από την κορφή, τα βήματά σου, πατριδολάτρη βήματα οδοιπόρου, ξεκουράζοντας ξάνοιξες μπροστά σου,

(όταν οκνοί και ραχατεύαν οι άλλοι), 50 πλατιά, στεριάς και θάλασσας μπροστά σου, μέσ’ από το πανώριο περιγιάλι, την Ελλάδα του πλάστη του έρωτά σου.

Για της φυλής την ένωσην ο αγώνας· πάντα η δόξα στην εθνικήν ιδέα, 55 το σύνθημα: Καράβι και Στρατώνας! Όμηρε, ζεις από τον Αχιλλέα!

Χώματα Ελληνικά!Σ’ εσάς θαμμένα των πατέρων τα κόκαλα χιλιάδες. Ναός η πατρίδα, ανάφτε της ένα ένα 60 τ’ αγιοκέρια λειτουργικά, ραγιάδες!

Ναός. Διώχνεις, το κοντύλι σου φραγγέλιο, τους νυσταγμένους και τους γλωσσοκόπους. Μα το προφητικό σου το Βαγγέλιο στης αρμονίας το σκάλισες τους τόπους.

65 Του τραγουδιού η φωνή στο κήρυγμά σου φτερά παιώνιας Νίκης πάει και βάνει· βάφτισμα νέας ζωής το βάφτισμά σου στου Δημοτικισμού τον Ιορδάνη.

Λευκή, ας βαλθεί όπου έπεσες, κολόνα, 70 (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει…) λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει,

βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.

8 του Αυγούστου 1920