Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στον ποιητή Κ. Καρθαίο

Το να γινώσκεις είναι ο σκοπός. Το να ενεργείς είναι το μέσο.
(Λόγια του μεγάλου μαθηματικού και φιλοσόφου Henri Poincare)

Τα χρόνια μου, αγγιγμένα από το κρύο μιας χειμωνιάς, και η σκεπτική σου η νιότη, πρωί κάπου απαντηθήκαμε και οι δύο· ο δουλευτής μ’ εσένα το στρατιώτη.

5 Και μιλήσαμε. Λόγια σαν του ανθρώπου τα βήματα την ώρα που ο σεισμός πέρα ώς πέρα ξεσκίζοντας του τόπου του τα σπλάχνα, μουγκρίζει, χαλασμός.

Στον αττικό ουρανό πώς λάμπει η μέρα, 10 πώς έρχεται και πάει το χελιδόνι! Μα πώς μαυρολογούν εκείθε πέρα γιά ιδές! οι ανθρώποι, σκιάχτρα, οχιές, δαιμόνοι!

Πώς σκούζει ένας χορός! Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν την καλιακούδα! 15 Τρυπάει μαχαίρι της καρδιάς τα φύλλα το τραγούδι ο χορός που το ’τραγούδα.

Η πατρίδα; Κομματιασμένη. Ο θρόνος; Μ’ όλες τις δάφνες του κατρακυλά. Ποιός είναι ο λυτρωτής; Ο μητροχτόνος 20 ποιός είναι; Οϊμέ! Προβλήματα θολά!

Δυο θελήματα. Ανάμεσα σ’ εκείνα κουβαριασμένη, σπαρασμένη, ω φρίκη! Μητέρα, Εσύ! Κι ώς ψες χλωρά τα κρίνα στρωτά, για να πατάς, από τη Νίκη!

25 Άγρια δυο χέρια. Ανάμεσα σ’ εκείνα ποιά αμάχη, κρίση ποιά, ποιά καταδίκη! Ατσάλι βάλε στην καρδιά σου, Αθήνα, σηκώσου εκδικητής, Θεσσαλονίκη!

Στο φοβερό συρτό πώς τ’ αναδεύουν 30 τα κορμιά, των ανθρώπων οι χοροί! Με τα βούκινα πώς τους συνοδεύουν πράματα, θάματα, οι ώρες, οι καιροί!

Όλα ρεύουν ανήμπορα ή θεριεύουν. Α! Ποιός να μείνει ατάραχος μπορεί 35 στους χορούς φρενιασμένους που χορεύουν πράματα, θάματα, οι ώρες, οι καιροί;

—Σε μοίρας ανελεήμονης τα πόδια, ή στου Θεού μας το έλεος γειρτοί; Των εθνικών Απριλομάηδων ξόδια 40 μας δείχνουν για ποιάς λύτρωσης γιορτή;

Μες στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου, ζήσε όπως όπως· ο παθός μαθός. Κάλλιο γλίστρα στο δρόμο το δικό σου παρά στο δρόμο του άλλου νά εισαι ορθός.

45 Του ξένου τ’ άγγισμα, όποιο, δεν αφήνει τα σημάδια του σκλάβου στο κορμί; Δεν είναι δανεικιά η μεγαλοσύνη, λευτεριάς ψεύτρας ψεύτρα και η τιμή.

Με τ’ αρμυρά μου δάκρυα σ’ ανταμώνω, 50 εσύ της πείνας μου είσαι πλερωμή, ντόπιο μαύρο κριθάρι που ζυμώνω, όχι του ξένου το άσπρο το ψωμί.

…Μα σα να μας τραβούσε ανοιχτομάτης λογισμός την τρεμάμενη καρδιά. 55 (Του φωτός ο θεός πάντα παραστάτης στου ψαλμού του απολλώνειου τα παιδιά!)

Κι έλεγες πως και πάντα, η θέαινα Σκέψη το νου στα χρυσά δίχτυα της που κλει το χορό δεν αφήνει να χορέψει 60 που χορεύουν τριγύρω μας οι απλοί,

γιατί υποταχτικούς της κι αν κρατάει τους αντρειωμένους Πράξη και Βουλή, με το πάθος της Καλυψώς ζητάει των Οδυσσέων, η Σκέψη, το φιλί.

65 Γιατί και ο νους ο στοχαστής και δίχως την απόφαση αλύγιστη, γοργή, σκάφτει, ενεργεί· πατέρας είναι ο Στίχος, ο Λόγος, έργο· ένα βιβλίο, πηγή.

Και το σύγνεφο ο άνεμος που σέρνει, 70 ψυχή του ονείρου στ’ άδεια τα γλαυκά, την ευεργέτρα τη βροχή μάς φέρνει, βγαλμένη απ’ του πελάου τα σωθικά.

Αρχοντιές είναι και θυσίες και χρέη, αλήθειες, λεβεντιές, αναπαμοί, 75 που τα χαίρονται μόνο κάποιοι ωραίοι αταίριαστοι ερημίτες λογισμοί.

Κι έλεγα: Αισθάνομαι, είμαι σαν το πλάσμα που χάνει το κλαδί, το ακούμπισμά του, γύρω του ο κόσμος χάλασμα και χάσμα, 80 και το δέντρο, πελεκημένο, κάτου.

Κι έλεγα: Αισθάνομαι, είμαι σαν το πλάσμα που, ξαφνιασμένο, ανάερα σπαρταρά απάνου από το χάλασμα, απ’ το χάσμα· δεν έχει ακουμπιστήρι· έχει φτερά.

85 Έχει φτερά. Κρατιέται. Τί άλλο μένει; Ένα στόμα. Πουλιά, κι εσύ κι εγώ ή για κάποια λαλιά ξεψυχισμένη ή για κάποιο κελάηδισμα ενεργό

που ξεπερνώντας τη στραβή φατρία, 90 την πεζή γη, την άλαλη τρομάρα, ή θα κηρύξει μια ιερή λατρεία ή θα τινάξει μια σκληρή κατάρα

ή το λόγο θα βρει μες στο σκοτάδι, το Λόγο που αν δεν είναι ο λυτρωτής, 95 λάμπει σαν τ’ ακριβότατο πετράδι, φωτίζει σαν πυρσός οδηγητής.

4 του Θεριστή 1917