Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΟΙ ΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΙ ‒ ΤΑ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΚΡΥΦΟΜΙΛΗΜΑΤΑ ‒ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ‒ ΔΥΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ

Της επικής μου θάλασσας τη γαληνιά τη δέρνουν
παθητικές ανεμικές και λυρικά μελτέμια.

«Η Φλογέρα του Βασιλιά»
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ήβρε απάντεχα…

Σολωμός
Από τον ψάλτη Απόλλωνα
κι από τη βουβή την Ίσιδα
φεγγόβολοι ουρανοί
σε γέννησαν, ποιητή!

Victor Hugo
Πάλε σαν πρώτα.
Κ. Π.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ένας γερός φιλόλογος του παλαιού καιρού —πέρασαν από τότ’ εξήντα πέντε χρόνια—, εισηγητής ποιητικού διαγωνισμού, στην έκθεσή του από τις δυο τρεις που αξίζει κανείς κάποτε και πότε να τις ξανακοιτάζει μέσα στην άβαθη στερεοτυπία των κριτικών λόγων των άλλων ακαδημαϊκών συναδέλφων της εποχής του, ο Δημήτριος Βερναδάκης· απορούσε κρίνοντας το έργο ενός υποψηφίου για τη χιλιόδραχμη δάφνη του Βουτσιναίου, φημιζόμενου τότε, πώς ο ίδιος ποιητής μπορεί να γράφει στίχους τώρα μεθυσμένους από τα ρομαντικότερα όνειρα μιας παθητικής ονειρόπληχτης ατμοσφαίρας, και τώρα πυρωμένους από πατριωτικούς οργασμούς· πώς μπορούσε ο ίδιος να είναι μαζί Λαμαρτίνος ρεμβαστής και Σούτσος Αλέξανδρος εθνικών εγερτηρίων· και σα να έβλεπε να ξεμυτίζει μέσα στο διπλοσκόρπισμα τούτο, αντιπαθητικά, την ανειλικρίνεια. Ο κριτικός πίστευε στα δοσμένα της ψυχολογίας του καιρού του· ψυχολογία που σήμερα βρίσκεται πάρα πολύ γεωμετρικά χαραγμένη και απλοποιητικά μπροστά στα μάτια των εξερευνητών την πολυκύμαντης θάλασσας που είναι η ψυχή μας, της πολυσύνθετης και πολυκίνητης ουσίας που είναι το υποκείμενό μας. Στο έργο των ποιητών ο κριτικός χρέος έχει την ομορφιά να ξεχωρίσει πρώτ’ απ’ όλα που είναι η αλήθεια των ποιητών. Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα σύνορα της ειλικρίνειας, νά ένα πρόβλημα που δεν το ξεδιαλύνουν εύκολα τα χέρια του καθενός. Ο Ιταλός Benedetto Croce, καλολόγος φήμης κι επιρροής ευρωπαϊκής, σοφά μάς δείχνει κάπου πώς πρέπει να την εννοούμε, κριτικά, την ειλικρίνεια, στην τέχνη. Αν εννοούμε την ειλικρίνεια από το ηθικό της νόημα, πώς μπορεί να είσαι άνθρωπος δημιουργός της τέχνης και να ξεγελάς τον άλλο με την τέχνη σου! Ο καλλιτέχνης δεν απατά κανένα, απλούστατα γιατί δίνει σάρκα της ιδέας που είναι μέσα του. Αν είναι μέσα του η απάτη και το ψέμα, ακριβώς η σάρκα που δίνει στα αισθήματ’ αυτά, μια φορά που δίνεται καλλιτεχνικά, δεν μπορεί να είναι απάτη ή ψέμα. Γιατί ο καλλιτέχνης το εξαγνίζει το άλλο του εγώ, το αγυρτικό, το ψεύτικο, το κακό, έτσι καθώς μάς την προσφέρει την αντιφεγγιά του. Ή θα εννοούμε την ειλικρίνεια από την καλολογική της όψη, που βρίσκεται στην ακεραιότητα και στην αλήθεια του εκφραστικού στοιχείου· και φανερό τότε πως το δεύτερο νόημά της είναι κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό από το πρώτο της, το ηθικό νόημα. Και ακόμα, και καθώς από τους ψυχολογικά στοχαστικούς των πραγμάτων παρατηρήθηκε: Είμαστε υποκείμενοι σε κυριαρχίες και σκλάβοι και παιγνίδια είμαστε και καταστάσεων και περιστάσεων κάθε λογής και ποικιλότροπα διαβαθμισμένων. Μεγάλα, με δυνατό ξέσπασμα, περιστατικά μάς νοθεύουν, μας πειθαναγκάζουν κάποτε να ζούμε κάτω από ιδανικά ξεκομμένα, απαρασάλευτα, εκεί που η πιο αρμονισμένη με το εγώ μας, το εγώ της καθημερινής μας της ζωής, διάθεση μας υπαγορεύει να στεκόμαστε αναποφάσιστα, σάμπως μεταξύ του ύπνου και του ξύπνου, να θέλουμε, αδύνατοι να πραγματοποιήσουμε αυτό που θέλουμε, δισταχτικοί, ονειροπόλοι, ξαφνισμένοι, ζαλισμένοι, ουδέτεροι. Και όμως, όταν μας το επιβάλλει η ανάγκη, και συχνότατα, ενεργούμε με το σύνθημα που παίρνουμε απέξω και που μας το δίνουν τα τυραννικά, τ’ αποκλειστικά ιδανικά που ανάφερα· και παθαινόμαστε από εκείνα, και όμοια πληρώνουμε και μ’ εκείνα το φόρο μας προς την ειλικρίνεια.
Η ποίηση το στεφάνωμα είναι του στοχαστικού ονείρου. Όμως η παρόρμηση προς μια ενέργεια ποτέ δεν τον αφήνει και τον ποιητή. Τον κρατεί σε μιαν ακοίμητη προσπάθεια, πάντα τον κάνει να μη γνωρίζει την ανάπαψη, τον ύπνο· το κούρασμά του, κι αυτό μεστωμένο από την εμπνοή. Η συνείδηση της ορμής αυτής θα έκαμε το Γκαίτε να ψάλει με τα στόματα των αγγέλων του: «Εκείνον που προσπαθεί ακατάπαυτα, έως ότου να νιώσει το αποκάρωμα, Εκείνον, ω! ναι, μπορούμε να τον απολυτρώσουμε!». Η συνείδηση της ορμής αυτής κι ένα διανοητή της περιωπής του Maurice Barrès θα τον έκαμε να γράψει: «Επιθυμούσα, πριν πεθάνω, να δώσω μια ιδέα όλων των εικόνων που περισσότερο μ’ έχουν απασχολήσει». Κι έκαμε το Νίτσε να σημειώσει: «Ο πόθος ο ακατάπαυτος ο δημιουργικός, το κύριο γνώρισμα του καλλιτέχνη, και η ανάγκη έπειτα που τον κυριεύει για να εκδηλώσει τον πόθο του, τον εμποδίζουν να τον εξωραΐσει και να τον καλυτερέψει —δηλονότι να τον δημιουργήσει— τον ίδιο του τον εαυτό, το ίδιο του το πρόσωπο».
Στις «Μεταμορφώσεις» του ο Οβίδιος μας μιλεί για τον τοίχο που είχε κάποτε ακουμπήσει επάνω του τη Λύρα του ο Θεός του φωτός. Από τότε όποιος άγγιζε τον τοίχο, όπως και αν τον άγγιζε, ο τοίχος αντιχτυπούσε μουσικά. Ο τοίχος αυτός είναι η καρδιά του ποιητή. Όποια εντύπωση την αγγίζει, της γίνεται μουσικός αντίχτυπος. Στον ποιητή τον ίδιο, καθώς αλλού πλατύτερα, με το παράδειγμα, την ξεδιαλύνω τη σκέψη μου, μπορεί να συναπαντηθούνε, μέσα στην όποια του ζωή, και στην όποια του εξωτερική παράσταση, είτε δηλωτική είτε και αποσκεπαστική του εσωτερικού του κόσμου,— να συναντηθούνε όπως όπως του Τυρταίου το σάλπισμα και το παράδαρμα της Κασσιανής.
Ο άνθρωπος που τραγούδησε στη «Φλογέρα του Βασιλιά» τα εθνικά ιδανικά συμπλεγμένα δυσκολοξεχώριστα με τα ιδεώδη τα ανθρώπινα, και τα δυο ζωνταντεμένα από τη λυρική του τη διάθεση και πλαστικά ξαναδουλεμένα μέσα στη φωτιά του στίχου του - που ο στίχος του για να την αξήσει την επική του αποστολή, παίρνει και χειρίζετ’ εκεί ολοκληρωτική τη μαεστρία του· και μαζί ο άνθρωπος αυτός ο ίδιος που ντρέπεται και που μελαγχολεί κάθε φορά που συλλογίζεται πόσο ανάξιος είναι για να την κρατήσει, καθώς της πρέπει, την απολλώνεια Λύρα, και πως το έργο του είναι ταπεινό και ρηχό και προσωρινό σαν τη ζωή του και λιγόζωο σαν το άνθος,— ο άνθρωπος που έδωσε του Έθνους του τη «Φλογέρα του Βασιλιά», κανονικότερα θα φέρνονταν ανίσως, ύστερ’ από την τελευταία πέτρα που στέγασε την επικολυρικήν οικοδομή του, ή έπεφτε να ησυχάσει για κάμποσο καιρό μέσα στο χτίσμα του, ακόμα και να κοιμηθεί στις δάφνες του επάνω· ή, ανίσως έστεκε ορθός για να το συλλάβει άνετα και να το οργανώσει το ποίημα που θ’ ακολουθούσε και που δε θα έπρεπε τίποτε άλλο να είναι παρά η εξακολούθηση και η συμπλήρωση της «Φλογέρας του Βασιλιά», παρά το πλησίασμα της πρώτης του σύλληψης αυτής ασφαλέστερα προς κλασικότερους ουρανούς. Το «Τραγούδι του Καραϊσκάκη» ή ο «Καλλίμαχος» * που από καιρό φλογίζουν τη φαντασία του, θα ήταν οι φυσικοί διάδοχοι της «Φλογέρας του Βασιλιά». Και όμως τίποτε από αυτά.
Η τελευταία πέτρα που στεγάζει την επικολυρική μου οικοδομή, ο λιγόστιχος επίλογος είναι που αρχίζει από τους στίχους:
Εγώ Αθηναίος; Δε σας ξέρω. Ξένα
είδωλα ωραία πλαστικά…
ένα σαν τρεμουλιασμένο ξύπνημα σε μια στεγνή και στυγνή πραγματικότητα, ύστερ’ από τα μεγαλεπίβολα οραματικά ταξίδια στους ηρωικούς κόσμους των προγονικών παραδομένων, ένα προμήνυμα ξαναγυρισμάτων στα σκοτάδια μιας κόλασης ή στα μελαγχολικά χαράματα των καθαρτηρίων, ύστερ’ από τις χρυσοπηγές των Παραδείσων· κάτι ανάλογο με τον επίλογο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», εκεί που η κοσμική γαλήνη που αγάλια αγάλια απλώνεται στον τελευταίο δωδέκατο Λόγο και, το τρόπον τινά, καθαρτικό ξανάσασμα που φέρνει στην ψυχή του αναγνώστη, κόβονται σκληρά από τα αυτοκαταδικαστικά και μαζί σαν εξιλεωτικά εξαγγελτήρια ενός αμαρτωλού ξεπεσμού, όσο λυρικός και αν είναι, προς την ιδεατήν εικόνα «Μιας Γυναίκας». Έτσι ο επίλογος της «Φλογέρας του Βασιλιά» είναι η γέφυρα που από το ηρωολατρικό και πλατύφωνο και με στόμα στρογγυλό ειπωμένο πολύστιχο τραγούδι, μας περνά στους «Πεντασύλλαβους» και στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα» του βιβλίου τούτου. Τα περισσότερα ελλειπτικά και σχεδόν σιωπηλά και μόλις ψιθυρισμένα αποκόμματα (κυρίως εκείνα της πρώτης σειράς, τα χαραχτηριστικότερα, από την ενότητα που τα ξεχωρίζει στην έμπνευση και στην εκτέλεση), τα βραχύλογα και τα βραχύμετρα στιχουργήματα που είναι και αυτά σκοτειδιασμένα και σαν ασυνάρτητα σχεδιασμένα στερνόλογα κάποιων ξάστερα παθητικών τραγουδιών που μοίρα τους θα είναι, ποιός ξέρει; να μένουν για καιρό θαμμένα στο χαρτί. Οι «Πεντασύλλαβοι» και τα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», που μας φέρνουν από της συγκινημένης γαλήνης τα καθαρά αερισμένα υψίπεδα στα βαθιά χωμένα, στα φλογισμένα στρώματα της απόκρυφης ταραχής.
Ένα τραγούδι των «Πεντασύλλαβων» ο φίλος μου ο Μανόλης Καλομοίρης το μετέφερε στην υπέροχη μουσική του. Πόσοι στίχοι του βιβλίου τούτου, με την τρομαγμένη ποίησή τους που φαίνεται σαν να της λείπει κάτι, θα μπορούσανε να ξεκαθαριστούνε και να συμπληρωθούν τονισμένοι μουσικά! Σε καιρούς που η μουσική κατόρθωσε ν’ απλώσει την ακαθόριστη ροή των ήχων της στην πλαστικότητα του λόγου, η ίδια η μουσική, αντίθετα, τη συμπληρώνει και την καθορίζει την ποίηση. Θυμούμαι την έντονα ριγμένη γνώμη ενός ονομασμένου μουσικού που υποστήριζε πως η μουσική, αντίθετα με την κοινή ιδέα, είναι τέχνη με καθορισμένες κι εξακριβωμένες ωραιότητες· και την ανάλυση που αφιέρωσεν ο γερμανολόγος Lichtenberger στο στίχο του Bαγνερικού «Τριστάνου και της Ιζόλδας».
Αν τον κοιτάξουμε τον ποιητή στην αγνή του διάπλαση, συχνότατα βρίσκουμε πως πολύ απέχει από τα συστατικά ενός φιλοσοφικά οργανωμένου νου. Πρώτη αρχή της τέχνης του δεν είναι να σκέπτεται, να ενεργεί, να βρίσκει, αλλά να διαισθάνεται, να παθαίνεται και να προσδέχεται. Δεν είναι να μελετά και να κράζει: Θέλω! Είναι να ξαφνίζεται και να λέγει: Με θέλει! Είναι όχι σα να περπατεί με κάποιον, αλλά σα να τονε σέρνει κάποιος. Και το φτερωτό του πλάνεμα στα ύψη, κι εκείνο συρμός. Ύστερα έρχονται όλα τ’ άλλα· η σκέψη, το ξεδιάλεγμα· το απαραίτητο τεχνικό δούλεμα· ο στίχος που τραβά, που πιέζει, πολλές φορές σαν ένας ήχος, με μόνο το είδος του μέτρου του, κυκλικά, εξαγγελμένος· γυρεύοντας, έχοντας την απαίτηση, να σαρκωθεί, αργά ή γλήγορα, να μεστωθεί με νόημα, να δαμαστεί, να γίνει λόγος, να πάει πέρα ώς πέρα, ώς την έσχατη συνέπεια, την έμπνευση.
Οι κριτικοί προσέχουν κατά κανόνα, για να ιδούν, κάθε φορά που μας παρουσιάζετ’ ένας αναγνωρισμένος ποιητής με νέο του έργο, αν το νέο του έργο προσθέτει, καθώς λένε, κάτι στο παλαιό· έτσι, θα πάει εμπρός και ο ποιητής. Αν την πρόοδο αυτή δεν τη βλέπουν, τότε οι κριτικοί και οι ευνοϊκότερα φερμένοι προς τον ποιητή αναγκάζονται να το νερώσουν κάπως το κρασί του ενθουσιασμού των. Βέβαια, σημαντικό και πολυεπιθύμητο είναι για τους αναγνώστες και για τους γνώστες των ποιητών το μεγαλόπρεπο θέαμα που πραγματοποιεί το ανάκρασμα ενός «Φάουστ», νομίζω, ή ενός Μπραντ: «Όλο και υψηλότερα!». Την εντύπωση από μια τέτοια προκοπή την έβαλα κάποτε σ’ ενός μου τραγουδιού ανέκδοτου στροφή. Αλλά την έβαλα, ίσα ίσα για να τη χτυπήσω με μιαν αντιστροφή που υπερασπίζεται την αντίθετη όψη της ιδέας αυτής· δηλονότι τον ποιητή που δεν πλουτίζεται, που δεν υψώνεται· που, τραγουδώντας, μένει πάντα ο ίδιος, και λέει και ξαναλέει το ίδιο τραγούδι. Τον αντίλογο τούτο θα τον έβαζα εδώ· μα προτιμώ την ώρ’ αυτή να στηρίξω τη σκέψη μου στη διατύπωση που της έδωκεν απλά και τελειωτικά ξένος ποιητής του πεζού λόγου μουσικόλαλος, που και το έργο του όλο δεν είναι παρά η προσαρμογή της ιδέας του:
«Οι ποιητές οι αληθινοί γεννιούνται με δυο τρία τραγούδια που τους είναι απαραίτητα για να τραγουδούν, μα που είναι πάντα τα ίδια. Άλλωστε και ποιά η ανάγκη για περισσότερα; Φτάνει να τα τραγουδούν κάθε φορά με την καρδιά τους όλη!». Και στης ποιητικής συγκίνησης την ψυχολογία το φαινόμενο της μονοτροπίας αυτής είναι, υποθέτω, κάτι ουσιαστικότερο από την απαίτηση να μας παρουσιάζεται ο ιδεατός ποιητής πολύτροπος, όσο και αν φαίνεται η σκέψη μου αυτή παράξενη στον οπαδό εμένα και το διαλαλητή ίσα ίσα του πρωτεϊκού στοιχείου μέσα στη θάλασσα που είναι η ποίηση. Γιατί το ζήτημα που προέχει δεν είναι αν και πώς προοδεύει ο ποιητής· είναι αν και πώς εξελίσσεται ο ποιητής. Κάτι διαφορετικό. Και λογικότερο. Γιατί και οι φυσικοί νόμοι δε γνωρίζουν πρόοδο, γνωρίζουν όμως εξέλιξη που μπορεί να είναι κάτι που το απλούστερο περιπλοκότερο το κάνει χωρίς και να το πηγαίνει πάντα εμπρός ή να το ανεβάζει. Η αλήθεια είναι πως και οι μακρόκοσμοι και οι μικρόκοσμοι που τους αποτελούν τα λογής αντικείμενα και υποκείμενα ταράζονται πάντα από συγκρατητό τραμπάλισμα που τους ανεβοκατεβάζει. Στη φύση και στην ιστορία και τα απειροστά μεγάλα και τα απειροστά μικρά ένας χορός δαιμονισμένος τα στροβιλίζει που μου θυμίζει το στίχο ενός αγαπημένου μου:
C’ est comme une faite éternelle,
C’ est comme un éternel retour,
και που θα μπορούσε, με το όνομα της αρρώστιας που απασχόλησε τους ψυχίατρους των καιρών, να κληθεί «ρυθμικός σπασμός». Μέσα σ’ αυτά η ψυχή του ανθρώπου, και της ψυχής αυτής ο αφρός που είναι ο ποιητής, εξαίρεση δε θα κάνουν. Ένα καινούριο έργο τέχνης μπορεί να μη προσθέτει τίποτε στη δόξα του τεχνίτη που το σκάλισε· όμως κάνει να γνωρίσουμε καλύτερα την ψυχή του και την ευαισθησία του. Κι αυτό φτάνει, και αυτό κάτι κάνει.
Τα ποιήματα που περιέχει το βιβλίο τούτο, τα πιο πολλά και τα χαραχτηριστικότερα, είναι γεννήματα μιας στενοχώριας, μιας βαριεστησιάς που προβάλλει με κατάχλωμο πρόσωπο και με χείλη που τους σβήστηκε σάμπως για πάντα το χαμόγελο. Η μορφή τα κάνει ν’ αξίζουν. Και μονάχα ο επίλογος προμηνά το ξαναγύρισμα στα τυρταϊκά, τα ξάστερα ύψη. Αλλά ο πόνος αυτός, αν είναι αλήθεια πόνος, και αν εξαιρέσουμε τα τιτλοφορημένα με τ’ όνομα «οι Λύκοι» που είναι παθητικά αντιλαλήματα δυστυχημάτων και καταστροφών εθνικών, όσο και αν ο ψάλτης των σα δικά του με φλογισμένα από τα δάκρυα μάτια στην απόκοσμη νυχτερινή μοναξιά του τ’ αγκάλιασε τα δυστυχήματα εκείνα και τα γκρεμίσματα,— ο πόνος αυτός είναι ένας ίσκιος ασύλληπτος και απροσδιόριστος, κάτι που ξεφεύγει των αγαθών ανθρώπων την αντίληψη, ώστε να απορούν πώς μπορεί ένας άνθρωπος που καλά φαίνεται πως τρώει, καλά πως κοιμάται, καλά πως μιλεί, πως δουλεύει, καλά και πεζά και ταπεινά και στερεότυπα και σε στενότατη και σε κοινότατη περιοχή πως ζει, πώς μπορεί να δείχνεται τρικυμισμένος και δυστυχισμένος έτσι. Θα κοροϊδεύει βέβαια. Ο καημένος ο Σολωμός μέσα σ’ ένα του σημείωμα που συνοδεύει την ωδή του στο θάνατο του Μπάιρον, παρατηρεί πως ο Μπάιρον παρομοίαζε το Μίλτονα και εις το να είναι δυστυχισμένος «όταν κανείς στοχαστεί, μας λέει, πως ευρίσκονται και άλλες δυστυχίες έξω από το να είναι ο άνθρωπος φτωχός και τυφλός». Βέβαια. Αλλά οι δυστυχίες ή, καλύτερα, οι μιζέριες που καθρεφτίζονται στις σελίδες αυτές, ο καημός, ας πούμε, που ξεφεύγει από τους πιο ευτυχισμένους στίχους των «Πεντασύλλαβων και των Παθητικών Κρυφομιλημάτων», ένα κατάντημα δειλιασμένου, τρομασμένου, παραστρατισμένου, περισυμμαζεμένου πάντα στην κόχη του και κρυμμένου στον εαυτό του, και κάθε άλλο παρά ευχαριστημένου από τον εαυτό του, καημός τέτοιος δεν έχει τίποτε κοινό με τις μεγαλόστομα λυρικορητορικά ξεφωνισμένες και πληγές και αναθεματισμούς του βυρωνικού (αθάνατου πάντα στην ουσία του) ρομαντισμού. Του είδους αυτού οι μιζέριες μπορεί να βρίσκονται σιμότερα στη ρομαντικά τεντωμένη εξομολόγηση με όλη την ιδεολογική της υπερβολή, σ’ αυτή: «—Όλο να πονώ με κάνει αυτή η καρδιά η αιώνια ταραγμένη που όμοια με πλανήτη ακατάπαυτα στριφογυρίζει στην τροχιά της».— Έτσι ο Kleist παραπονιόταν για την ψυχή του την παντοτινά πολυσάλευτη και τόσο παράξενα έντονη. Από την ίδια ένταση και ο Νίτσε υπόφερε, τότε μάλιστα που μια στωική ντροπαλότη τον εμπόδιζε να παραπονεθεί. Εύκολο είναι στους μέτριους να τη λένε αδυναμία μιαν ανησυχία εκεί που πρέπει προπαντός να βλέπουν το βάσανο μιας περισσότερο και παλλόμενης και απλωμένης ευαισθησίας. Και αν της λείπει της ευαισθησίας αυτής και στην πρώτη στιγμή της μια δραστική παρόρμηση, είναι γιατί καλούν και απασχολούν την προσοχή της λογής αντικείμενα. «Μπορεί κανείς —τα λόγια είναι πάλι του Kleist— απάνω σε κάθε αντικείμενο που φαίνετ’ επιπόλαιο, τιποτένιο, να προσαρμόσει λογισμούς που ενδιαφέρουν· και τούτο είναι, σωστά σωστά, το χάρισμα των ποιητών. Δε ζούνε στην Αρκαδία περισσότερο από μας, μα ξέρουνε να βρίσκουν ό,τι είναι αρκαδικό, ή, απλούστερ’ ακόμα, ό,τι ενδιαφέρον είναι και στα κατώτερ’ αντικείμενα που μας περικυκλώνουν» *.
Αλλά και το άγγιγμ’ ακόμα, που άθελα δοκίμασα, ταπεινών και φτωχών γεννημάτων και θρεμμάτων ενός διαβατικού ποιητικού πυρετού με τ’ αστραφτερά τινάγματα ρομαντικών γιγάντων, καθώς ο Κλάιστ, καθώς ο Νίτσε, μου φαίνεται παράτολμο, όσο και αν, mutandis mutandum, η φαντασία μου στο ξεκαθάριασμά της από τα λογής στοιχεία που στέκουν επάνω της προσκολλημένα, αισθάνομαι πως είναι, και να το καυχηθώ μπορώ, ρομαντική. Τα στιχουργήματ’ αυτά μού τα έχει εμπνευσμένα η διάθεση που κατεξοχήν τής πρέπει το όνομα λυρική. Είναι η διάθεση που δεν έχει καλά καλά εξωτερική αφορμή, που κι αν έχει, πάει ασύγκριτα παραπάνου από την αφορμή της, αυτόνομη γίνεται, τρέφεται από μόνη της, δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει, ψυχική αρρώστια είναι αγιάτρευτη, καθώς την είπαν, με το φαρμάκι της που η ίδια η αρρώστια το δίνει. Η λυρική κατάσταση, το ιδιαίτερο γνώρισμα του ποιητή που δεν είναι τίποτε άλλο παρά, υπερτροφικά κι ελεεινά αν θέλετε, ποιητής, πάντα θύμα μιας ακεφιάς τραβηγμένης από μιαν ελπίδα που δεν του φέρνει τίποτε, και που απελπίζεται μεγαλοποιώντας μια συμφορά που μονάχα τη φαντάζεται· και χαίρεται και θλίβεται κατάβαθα και από αίτια που τους άλλους τους αφήνουν ή ασυγκίνητους ή μόλις αγγιγμένους επιπόλαια. Μα και για τούτο τέτοια κατάσταση είναι πόσο πρόσφορη για την εκμετάλλευση από τον καλλιτεχνικά πλασμένο νου! Περιττό να σημειώσω ακόμα πως τα προλογικά τούτα σημειώματα απευθύνονται προς τους αγνώστους μου και τους γνωστούς μου συγκαταβατικούς ανθρώπους, όσους και όποιους, που μου κάνουν την τιμή να με προσέχουν και να με συμπαθούν. Ένας μεγάλος ποιητής του καιρού μας είπε: «Δεν ξέρω να μιλώ καλά παρά για τον εαυτό μου». Θα ήταν από μέρος μου πολύ μεγάλη αξίωση να το επαναλάβω το ρητό, έτσι ακέραιο. Αλλά μπορώ εύλογα να το ξαναειπώ, συντέμνοντάς το ελάχιστα: «Δεν ξέρω να μιλώ παρά για τον εαυτό μου». Καθώς έχω τη συνείδηση πως δεν είμαι τίποτε παρά ένας λυρικός του στίχου και του λόγου, δε θα χρειάζονταν να το αιτιολογήσω το αναγκαστικά και αναπόδραστα υποκειμενικό μου στάσιμο, που μονάχα ξένοι της διανοητικής ζωής θα μπορούσαν αντικριτικά να το χαραχτηρίσουν δεν ξέρω τίνος είδους εγωληψία. Είναι η κατάσταση που το συνώνυμό της είναι η έμπνευση. Και προβαίνω μέχρι του να υποστηρίξω κάτι που συχνά το εγγίζω στα πεταχτά: Σ’ ένα βαθύτερο στοχαστικό κοίταγμα των πραγμάτων το δυαδικό ξεχώρισμα υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου παύει να υφίσταται. Ένας μονισμός είναι παντού στη σύλληψη την καλλιτεχνική χυμένος, όπου τα αντικείμενα δεν υπάρχουν πριν περάσουν από το πρίσμα το υποκειμενικό, όπου τα υποκέιμενα δεν τα αποτελούν παρά εικόνες και φαντάσματα αντικείμενων λογής, υποκείμενα τόσο πιο πολύ πλούσια, όσο περισσότερα και αδρότερα μέσα τους τ’ αποθηκευμένα κεφάλαια που περιμένουν γρήγορ’ αργά την εκμετάλλευση. Κόσμος και το εγώ μου. Ο μυθιστορικός εκείνος Παράκελσος «εξωτερικό άνθρωπο» τον ονόμαζε το γύρω μας κόσμο βαθυστόχαστα, και στοχαστικά ο Σίλερ έλεγε για την αλήθεια και για την ομορφιά: «Δεν είν’ έξω από σένα· εκεί μονάχα ο τρελός τις αποζητά· μέσα σου είναι, κι εσύ είσαι που αιώνια τις παράγεις». Και στοχαστικότερ’ ακόμα φημισμένος αγγλογερμανός, ο Chamberlain χαραχτηρίζει τον άνθρωπο «όμοια ένα εξωτερικό αντικείμενο», το χαραχτηρισμό του μεστώνοντας με το σιβυλλικό τούτο επίγραμμα του Γκαίτε:
Τίποτε δεν είν’ εκτός, τίποτε δεν είναι μέσα,
γιατί ό,τι είν’ εντός, έξω είναι.
Τη θαυμάσια κινηματογραφική παρέλαση κάθε λογής πραγμάτων και θαυμάτων που την είδε ο Σοπεγχάουερ, καθώς κάρφωσε τη ματιά του στα εντός ενός κρανίου, σωστά την είδε.
Ήθελ’ ακόμα, τερματίζοντας το προλογικό τούτο σημείωμα, να επιστήσω την προσοχή των όσων με συμπαθούν και με προσέχουν στη μεγάλη μου, καθώς θα φαίνεται σε κάποια ματιά μπορεί κοντόφωτα, καθυστέρηση. Ποιά; Ζω στον προπολεμικό καιρό. Όχι, γιατί δε φτάνει ίσαμ’ εμένα το φοβερό συγκρατητό ακατάπαυτο αλάλασμα του μεταπολεμικού ξεθεμελιωμού σε όλους τους κύκλους του επιστητού. Κάποτε μου κόβει τη φόρα, μου σταματά το τραγούδι, με αναγκάζει να βάλω στη ζυγαριά της σκέψης μου ένα βάρος ακόμα, μια χορδή στην κιθάρα μου. Αλλά αισθάνομαι πως μου είναι αδύνατο στερεά να περπατήσω επάνω σ’ αυτά τα σεισμοχτύπητα και σεισμοραγισμένα εδάφη. Δεν έχω καμιάν άλλη αποστολή στον κόσμο τούτο παρά να τελειώσω το έργο μου, μπορεί ημερόβιο, ενός στοχαστικού τραγουδιστή, για τη δική μου πρώτ’ απ’ όλα χαρά, χαρά που συνεπαίρνει τους ανθρώπους της φυλής που ανήκω, σε όποια κι αν στέκονται γραμμή· και ύστερα μπορεί και για κάποιες χαροποιές στιγμούλες που προσφέρει ο στίχος μου σ’ εκείνους που με συμπαθούν και με προσέχουν. Το έργο μου, το εμπνευσμένο, αρχισμένο, εξακολουθημένο, με την ελπίδα ενός συμπληρωμού, και με τον πήχη, καθώς φαίνεται, μετρημένο τον προπολεμικό. Πολλά με συναρπάζουν, μα τίποτε δε με δένει με τα γύρω μου, λογής φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά, αισθητικά ιδανικά. Πόσο γαληνά, ιλαρά, φωτεινά, παρήγορα, υπέροχα μου χαμογελά την ώρ’ αυτή από το μπαλκόνι που την αντικρίζω η θάλασσα του Ευβοϊκού στην άκρη του νησιού του ολοπράσινου με τα νερά που ένας βακχικός βρασμός και τη δύναμη τούς δίνει μαγικών βοτανιών που γιατρεύουν. Λευκά πανάκια την πλουμίζουν τη θάλασσα απόμακρα, με τη γραμμένη στην εντέλεια βουνοσειρά που το περιορίζει το πλάτος της για να το βαθύνει το κάλλος της, με το στεφάνι της που είναι ο ιερός Παρνασσός, μισοδειγμένος, αέρινος, περισσότερο για να τον μαντέψεις, παρά για να τον ξεχωρίσεις, έτσι σάμπως μια στροφή πινδαρική μεγαλόπρεπη, δυσκολοξεδιάλυτη. Το πανώριο πέλαγος που είναι και θα είναι, δε φροντίζει, και δεν τις γνωρίζει τις νέες ιδέες που ξετυλίγονται προορισμένες ν’ αλλάξουν, μπορεί, την όψη του κόσμου. Κι εγώ αισθάνομαι ζωηρότερα στο αντίκρισμά του πως ποτέ άλλοτε, καθώς τώρα, δεν αγάπησα έτσι πονετικά δυο θρησκείες, είδωλα, σαν παραμερισμένα τώρα καταφρονετικά, και όχι μονάχα από τους ηλίθιους, είδωλα του παλιού καιρού: Την ποίηση που είναι «μέγας ρόος» ποταμού, κατά τον ποιητή, καθώς ρητορικά και ακράταγα, σα να μη θέλει να σταθεί ποτέ και πουθενά, ξεχύνεται ο λυρισμός της. Και την ιδέα τη μεγάλη την πανελλήνια, τον εθνοπλάστη μύθο που προσμένει το ξύπνημα του Μαρμαρωμένου για να τελειώσει την κομμένη λειτουργία, στην Αγια-Σοφιά.

Αιδηψός 6 του Αυγούστου 1925
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ