Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[14-61]

[14]

Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι ομπρός του δεν εθώρα, κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα, π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του, στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.

[15]

Έχε όσες έχ’ η Ανατολή κι όσες ευχές η Δύση.

[16]

Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη, κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.

___
Αχ! γιατί μου ’ρθ’ ο νιος μπροστά με τη θεϊκιά θωριά σου,
κι έπαιξε με το φως του ηλιού, κι αυτός με τα μαλλιά του!
___

[17]

Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πὄχει

[18]

Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.

[19]

Ο υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.

[20]

Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.

[21]

Ανάξιε δούλε του Χριστού, κάτου τα γόνατά σου.

[22]

Γιά κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.

___
Χάσμα σεισμού που βγάν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα.
___

[23]

Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση· η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση. Κάποι από την Ανατολή κι από τη Δύση κάποι· κάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι αγάπη.

___
Εκρυφανάβρυζε βαθιά κι εγιόμιζε τη χτίση
*
Τρίσβαθο εκρυφανάβρυζε κι επότιζε τη χτίση
*
Κρυφαναβρύζει τρίσβαθο και πλημμυρίζ’ η χτίση
*
Κρυφαναβρύζει τρίσβαθο κι εχόρταινε τη χτίση
___

[24.*]

Κάνε σιμά κι είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα, σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.

[25]

Η όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι, όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πὄχει.

[26]

Χρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήσει, το πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύσει.

[27]

Κι έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.

[28]

Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες, όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.

[29]

Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.

[30]

Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου, έστρωσ’ ο νους, κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.

___
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από τα φυλλοκάρδια,
και μέσα πάλι εγύρισε ψυχή και καλοκάρδια
___

[31]

Το γλυκό σπίτι της ζωής που ’χε χαρά και δόξα.

[32]

Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι α χάσει.

[33]

Χαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα που μὄδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.

[34]

. . . . . . . . και μετά βίας τί μὄστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;

[35]

Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους, κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.

[36]

Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.

[37]

Οπού ’ν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.

___
Από το στόμα του ποιητή: *
Οπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και κατοικιά του χάρου.
___

[38]

Το πολιορκούμενο Μεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,*

πὄφαγε κόκαλο πολύ του Τούρκου και τ’ Αράπη.

___
Επροτίμησα τη γραφή του κειμένου την οποίαν άκουσα από τον ποιητή. Εις τα χειρόγραφα: *
κι εδέχθη κόκαλο πολύ […]
___

[39]

Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.

[40]

Πάλι μου ξίπασε τ’ αφτί γλυκιάς φωνής αγέρας, κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.

[41]

Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.

___
Σπίθα μικρή και μακρινή σε φοβερό σκοτάδι.
*
Μικρή φωτιά και μακρινή
___

[42]

Κι όπου η βουλή τους συφορά, κι όπου το πόδι χάρος.

[43]

Σε βυθό πέφτει από βυθό ώς που δεν ήταν άλλος· εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.

[44]

Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.

[45]

Ο αριθμός του εχθρού,*

τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.

[46]

Η Ελπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με*

τα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.

[47]

Χάνονται τ’ άνθη τα πολλά, που ’χ’ άσπρα με τα φύλλα.

[48]

Για να μου ξεμυστηρευθεί τα αινίγματα τα θεία.

[49]

Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι αυτήνη.

[50]

Μες στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής.

[51]

Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

[52]

Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.

[53]

Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι ωραία.

[54]

Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πὄχει ο νους.

[55]

Η βοή του εχθρικού στρατοπέδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,*

οπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.

[56]

Και το τριφύλλι εχόρτασε και το περικοκλάδι, κι εχόρευε κι εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.

[57]

Ω γη . . . . . . . . . . . ο Ουρανός σε προσκαλεί κι η Κόλαση βρυχίζει.

[58]

Και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.

[59]

Και τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.

[60]

Οι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάσει ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι εύχονται *

να θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.

[61]

Κι επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.


Στο χφ. της Εθνικής Βιβλιοθήκης υπάρχουν ακόμα και οι ακόλουθοι στίχοι: *
Είμαι ψαράς μερόνυχτα στ’ αγκίστρι και στο δίχτυ
. . . . το νου και . . . . καρδιά μου ρίχτει.

Στο δρόμ’ επαίζαν τα παιδιά κι ετραγουδούσε η κόρη.