Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [81 - 100]
σαοφρονέω, σαοφροσύνη, σαόφρων, ποιητ. αντί σωφρ-.
σᾰπείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του σήπω.
σᾰπήῃ, Επικ. αντί σαπῇ, γʹ ενικ. υποτ. Παθ. αορ. βʹ του σήπω.
σαπῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του σήπω.
σαπρία, , = σαπρότης, σε Ανθ.
σαπρός, , -όν (σᾰπῆναι), I. σάπιος, σαπισμένος, σε Θέογν., Αριστοφ.· λέγεται για ψάρι, μπαγιάτικος, μουχλιασμένος, χαλασμένος τάριχος, σαπισμένο παστό ψάρι, σε Αριστοφ. II. 1. γενικά, παλιωμένος, φθαρμένος, Λατ. obsoletus, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ. 2. λέγεται για κρασί, με θετική σημασία, παλιωμένο στο κελάρι, μεστωμένο, ώριμο, στον ίδ.
σαπρότης, -ητος, , σήψη, σαπίλα, σάπισμα, αποσύνθεση, σε Πλάτ.
σάπφειρος, , πολύτιμος λίθος σε κυανή απόχρωση, σάπφειρος, ζαφείρι, ή (όπως κάποιοι θεωρούν) το πετράδι lapis lazulis. (πιθ. Φοιν. λέξη).
Σαπφώ, , γεν. -οῦς, αιτ. -οῦν, κλητ. -οῖ, η ποιήτρια Σαπφώ, κορυφαία εκπρόσωπος της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης.
σᾰπών, μτχ. αορ. βʹ του σήπω.
σαργάνη[ᾰ], , 1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ. 2. καλάθι, κοφίνι, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
σαρδάνιος, , -ον (σαίρω), λέγεται είτε για το πικρό είτε για το ειρωνικό, το χλευαστικό γέλιο· σαρδάνιον γελᾶν (ενν. γέλωταμείδησε σαρδάνιον, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, γέλωτα σαρδάνιον, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν Σαρδόνιον, ετυμολογώντας το από το Σαρδώ, καθώς ένα τέτοιο γέλιο θύμιζε την επίδραση του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο πρόσωπο αυτού που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.
Σάρδεις, -εων, αἱ, οι Σάρδεις, πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου της Λυδίας· δοτ. Σάρδεσι, σε Αισχύλ.· Ιων. Σάρδῑς, σε Ηρόδ.· γεν. Σαρδίων, δοτ. Σᾰρδῐσι, σε Ηρόδ.· επίθ. Σαρδιᾱνός, Ιων. -ηνός, , -όν, στον ίδ.· και Σαρδιᾱνικός, , -όν, σε Αριστοφ.
σάρδιον, τό, πολύτιμος λίθος προερχόμενος από τις Σάρδεις, σε ερυθρή απόχρωση, Αγγλ. carnelian, σε Πλάτ.
σαρδόνιον, τό, σχοινί που συγκρατεί το επάνω μέρος κυνηγετικού διχτυού, σε Ξεν.
σαρδόνιος, , -ον, βλ. Σαρδάνιος.
σαρδ-όνυξ, -ῠχος, (σάρδιον), ο πολύτιμος λίθος σαρδόνυχας, σε Ανθ.
Σαρδώ, , γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, , -ον και Σαρδονικός, , -όν, σε Ηρόδ.
σάρῑσα ή -ισσα, , σάρισσα, μακρύ δόρυ, λόγχη που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική φάλαγγα, σε Πολύβ. (ξέν. λέξη).
σαρκάζω, μέλ. -σω (σάρξ), ξεσχίζω σάρκες όπως τα σκυλιά, ξεσχίζω τη σάρκα με τα δόντια, σε Αριστοφ.