Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [581 - 600]
φῐλό-χρηστος, -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.
φῐλό-χρῡσος, -ον, αυτός που αγαπά το χρυσό, σε Λουκ., Ανθ.
φῐλοχωρέω, μέλ. -ήσω, (φιλόχωρος), αγαπώ κάποιον τόπο, μένω διαρκώς εκεί, συχνάζω, σε Ηρόδ.
φῐλοχωρία, , αγάπη για κάποιον τόπο, αγάπη για το μέρος που συχνάζει κάποιος, σύνδεση με κάποιον τόπο, σε Αριστοφ.
φῐλό-χωρος, -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.
φῐλοψευδής, -ές, γεν. -έος, αυτός που αγαπά τα ψέματα ή να λέει ψέματα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
φῐλό-ψογος, -ον, αυτός που αγαπά να κατηγορεί, επικριτικός, σε Ευρ., Πλάτ.
φῐλοψῡχέω, μέλ. -ήσω (φιλόψυχος), αγαπώ τη ζωή μου, είμαι δειλός ή μικρόψυχος, σε Τυρτ., Ευρ.
φῐλοψῡχητέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αγαπά την ζωή, σε Πλάτ.
φῐλοψῡχία, Ιων. -ίη, , αγάπη για την ζωή, σε Ηρόδ., Πλάτ.
φῐλόψῡχος, -ον (ψυχή), αυτός που αγαπά την ζωή του, δειλός, θρασύδειλος, μικρόψυχος, σε Ευρ.
φίλτατος, , -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.
φίλτερος, , -ον, ανώμ. συγκρ. του φίλος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
φιλτραῖος, , γητευτής, όνομα ενός ποντικού, σε Βατραχομ.
φίλτρον (κυρίως φίλητρον, από φιλέω), τό, 1. μέσο μαγικό (πρβλ. το «medicines to make me love him»του Σαίξπηρ),ἔστιν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος, σε Ευρ.· λέγεται για το χιτώνα του Νέσσου με τον οποίο η Δηϊάνειρα ήλπιζε να κερδίσει πάλι την αγάπη του Ηρακλή, σε Σοφ. 2. γενικά, γοητεία, ξόρκι, ως μέσο κυριαρχίας ή επιρροής στους άλλους, απ' όπου ο χαλινός καλείται φίλτρον ἵππειον, σε Πίνδ.· οι χρησμοί του Απόλλωνα καλούνται φίλτρα τόλμης, μέσα που παράγουν τόλμη, σε Αισχύλ.· τα παιδιά είναι φίλτρον για την αγάπη των γονέων, σε Ευρ. κ.λπ. 3. σε πληθ., αγάπη, στοργή, στον ίδ.
φῐλ-ύδρηλος, -ον, αυτός που αγαπά την υγρασία, σε Ανθ.
φῐλύρα[ῠ], Ιων. -ρη, , το δέντρο φλαμουριά ή φιλύρα, Λατ. tilia, σε Ηρόδ.
φῐλύρῐνος[ῠ], , -ον, αυτός που προέρχεται από τη φλαμουριά ή τη φιλύρα, ελαφρύς όπως το ξύλο της φιλύρας, σε Αριστοφ.
φῐλ-ωρείτης, Δωρ. —τας, -ου, (ὄρος), αυτός που αγαπά τα βουνά, σε Ανθ.
φῑμός, , με ετερογ. πληθ. φῑμά, τά· I. φίμωτρο, Λατ. capistrum, σε Λουκ. II. το μέρος της μύτης από το χαλινάρι ενός αλόγου, που είχε και σωλήνες δια μέσου των οποίων η αναπνοή του αλόγου έβγαζε ένα συριστικό ήχο, σε Αισχύλ. III. είδος κυπέλλου που χρησιμοποιείται ως χωνί για τα ζάρια, Λατ. fritillus, σε Αισχίν.