Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3221 - 3240]
κυᾰνό-πεζα, , με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (, χάριν μέτρου).
κυᾰνό-πεπλος, -ον, αυτός που έχει μελανόχρωμο, σκουρόχρωμο μανδύα ή πέπλο, σε Ομηρ. Ύμν. (, χάριν μέτρου).
κυᾰνο-πρῴρειος, -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
κυᾰνό-πρῳρος, -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.
κυᾰνό-πτερος, -ον, με μαύρα και μπλε φτερά, με σκουρόχρωμα φτερά, σε Ησίοδ., Ευρ.
κύανος, -ου, , I. 1. κυανός, με σκουρόχρωμο περιεχόμενο, χρησιμοποιείται στην Ηρωική Εποχή για τη διακόσμηση έργων σε μέταλλο, πιθ. μπλε ατσάλι, σε Όμηρ. 2. ως θηλ., μωβ-μπλε λουλούδι του σιταριού, σε Ανθ. II. ως επίθ., κυάνεος, με συγκρ. και υπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, σε Ανακρεόντ.
κυᾰνό-στολος, -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.
κυανοῦς, -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί κυάνεος, σε Πλάτ.
κυᾰν-όφρυς, , γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
κυᾰνο-χαίτης, -ου, (χαίτη), αυτός που έχει σκουρόχρωμα μαλλιά, λέγεται για τον Ποσειδώνα, πιθ. σε συσχέτιση προς το βαθύ μπλε της θάλασσας, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, με σκουρόχρωμη χαίτη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· Επικ. ονομ. κυανοχαῖτα (όπως το ἱππότα αντί ἱππότης), σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην κλητ., σε Ομηρ. Ύμν. ( χάριν μέτρου).
κυᾰνό-χροος, -ον (χρόα), αυτός που έχει μαύρο χρώμα, σκοτεινή όψη, σε Ευρ.· ομοίως, κυανό-χρως, -ωτος, , , στον ίδ.
κυᾰν-ώπης, -ου, (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, νῆες κυανώπιδες, σε Αισχύλ.
κυᾰν-ωπός, -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
κῠβεία, (κυβεύω), παίξιμο των κύβων, ζάρια, σε Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., ταχυδακτυλουργία, δεξιοτεχνία, απάτη, τέχνασμα, σε Κ.Δ.
κῠβεῖον, τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.
Κῠβέλη, , η Κυβέλη, Φρυγική θεότητα, σε Ευρ., Αριστοφ.· πρβλ. Κυβήβη.
κῠβερνάω, μέλ. -ήσω, Λατ. gubernare, 1. διευθύνω, καθοδηγώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ενεργώ ως κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, σε Αριστοφ. 2. μεταφ., άρχω, εξουσιάζω, κυβερνώ, σε Πίνδ., Σοφ.
κῠβερνήσια (ενν. ἱερά), -ων, τά, γιορτή στην Αθήνα σε ανάμνηση της διακυβέρνησης του Θησέα, σε Πλούτ.
κῠβέρνησις, Δωρ. -ᾱσις, -εως, , 1. καθοδήγηση, εξουσίαση, πλοήγηση, σε Πλάτ. 2. μεταφ., διακυβέρνηση, σε Πίνδ.
κῠβερνήτειρα, , θηλ. του επόμ., σε Ανθ.