Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [1341 - 1360]
μῖλαξ-ᾰκος, , Αττ. αντί σμῖλαξ.
Μῑλήσιος, , -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), , στον ίδ.
Μίλητος[ῑ], , Μίλητος, ελλ. πόλη στην Καρία, σε Ομήρ. Ιλ.
μιλιάριον, τό, Λατ. milliarium· I. μιλιοδείκτης (στήλη οκτώ σταδίων, ως μονάδα μέτρησης μήκους). II. χάλκινο δοχείο με αιχμές στην κορυφή του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό νερό, σε Ανθ. (όπου μῐλῐάριον).
μῐλιασμός, , σήμανση με μιλιοδείκτες, σε Στράβ.
μίλιον, τό, το ρωμαϊκό μίλι (μονάδα μήκους), milliarium = 1.000 βήματα = 8 στάδια = 1.680 γιάρδες, δηλ. 80 γιάρδες λιγότερο από το αγγλικό μίλι, σε Πολύβ. κ.λπ.
μιλτεῖον, τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.
μίλτειος, , -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.
μιλτ-ηλῐφής, -ές (ἀλ-ήλῐφα, παρακ. του ἀλείφω), αλειμμένος με την βαφική ουσία μίλτος, βαμμένος κόκκινος, λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ.
μιλτο-πάρηος, -ον (πᾰρειά), ροδομάγουλος, λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.
μίλτος, , ερυθρός ασβεστόλιθος, κόκκινη βαφική ουσία που προέρχεται από το ορυκτό αυτό, Λατ. rubrīca, σε Ηρόδ.
μιλτο-φῠρής, -ές (φύρω), αυτός που έχει ανακατευτεί με την κόκκινη βαφική ουσία μίλτος, σε Ανθ.
μιλτόω (μίλτος), μέλ. -ώσω, βάφω (κάτι) κόκκινο — Παθ., βάφω τον εαυτό μου κόκκινο ή με βάφουν κόκκινο, σε Ηρόδ.· σχοινίον μεμιλτωμένον, αλειμμένο με την κόκκινη βαφική ουσία μίλτος, σχοινί με το οποίο μάζευαν σωρηδόν τους περιπλανώμενους στην αρχ. Αγορά και τους οδηγούσαν στην Πνύκα (εκκλησία του δήμου), σε Αριστοφ.
μίμαρκυς[ῐ], , σούπα από λαγό, ή βραστός λαγός σε πήλινο σκεύος, με το αίμα του μαζί, σε Αριστοφ. (ξένη λέξη).
μῑμέομαι (μῖμοςμέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμιμησάμην, παρακ. μεμίμημαι· I. αποθ., μιμούμαι, αντιγράφω, παριστάνω, εικονίζω, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· μιμοῦμαί τινά τι, κάποιον σε κάτι, σε Ηρόδ.· τινα κατά τι, στον ίδ.· Παθ. μτχ. με Ενεργ. σημασία, στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, στύλοι φτιαγμένοι έτσι ώστε να παριστάνουν φοίνικες, στον ίδ.· αλλά επίσης με Ενεργ. σημασία, είμαι φτιαγμένος ακριβώς όπως, εξεικονισμένος, στον ίδ., σε Πλάτ. II. στις καλές τέχνες, αναπαριστώ, εκφράζω με τα μέσα της μίμησης, λέγεται για ηθοποιό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για τη ζωγραφική και τη μουσική, σε Πλάτ.· λέγεται για τη γλυπτική και την ποίηση, σε Αριστ.
μῑμηλός, , -όν, I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ. II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
μίμημα[ῑ], -ατος, τό, αυτό το οποίο προήλθε από μίμηση, απατηλό αντίγραφο, σε Ευρ., Πλάτ.
μίμησις[ῑ], , I. αντιγραφή, απομίμηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ σὴν μίμησιν, σε μιμούμαι, σε Αριστοφ. II. αναπαράσταση με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· αναπαράσταση, εξεικόνιση, σε Ηρόδ.
μῑμητέος, , -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι· I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν. II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
μῑμητής, -οῦ, (μιμέομαι),· I. μίμος, αντιγραφέας, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. κάποιος που αναπαριστάνει χαρακτήρες, σε Αριστ. 2. πραγματικός ηθοποιός, με υποκριτικό ταλέντο (πρβλ. ὑποκριτής), σε Πλάτ.