Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅσιος, , -ον και -ος, -ον, I. καθαγιασμένος, επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, σε Θέογν., Τραγ.· οὐχ ὅσιος, μιαρός, σε Ευρ. κ.λπ. 1. αντίθ. προς το δίκαιος (επικυρωμένος από τον ανθρώπινο νόμο), επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, τὰ ὅσια καὶ δίκαια, πράγματα που υπάγονται στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, σε Πλάτ.· θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν, εκπληρώνω ένα καθήκον που οι άνθρωποι οφείλουν στους θεούς, σε Ευρ. 2. αντίθ. προς το ἱερός (λέγεται αποκλειστικά για θεούς), επιτρεπτός ή μη απαγορευμένος από τον θεϊκό νόμο, ἱερὰ καὶ ὅσια, πράγματα θεϊκά και εγκόσμια, κοσμικά, σε Θουκ. κ.λπ.· ὅσιόν ή ὅσιά (ἐστι), ακολουθ. από απαρ., είναι νόμιμο, Λατ. fas est, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐκ ὅσιόν ἐστι, Λατ. nefas est, στον ίδ.· ὅσιον χωρίον, τόπος που μπορεί να πατηθεί χωρίς διάπραξη ασέβειας, και επομένως = βέβηλος, Λατ. profanus, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὅσια ποιέειν, σε Ηρόδ.· φρονεῖν, σε Ευρ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, ευσεβής, θεοσεβής, θρησκευλαβής, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 2. αγνός, ἱερῶν πατρῴων ὅσιος, ευλαβής στην επιτέλεση τελετουργιών των προγόνων του, σε Αισχύλ.· ὅσιαιχεῖρες, αγνά, αμόλυντα χέρια, στον ίδ. III. επίρρ. ὁσίως, σε Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὁσίως, σε Θουκ.· ὁσίως ἔχει τινι, με απαρ., είναι επιτρεπτό για κάποιον να πράξει κάτι, σε Ξεν.· επίσης, το ὅσια, ως επίρρ., ἐξ ἐμοῦ οὐχ ὅσι' ἔθνησκες, με ανόσιο τρόπο, σε Ευρ.· συγκρ. ὁσιώτερον, στον ίδ.· υπερθ. ὡς ὁσιώτατα, σε Πλάτ.