Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁπότερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁπότερος, , -ον, Επικ. ὁππότερος, , -ον, Ιων. ὁκότερος, συσχετικό προς το πότερος· I. 1. ως αναφορ., ποιος από τους δύο, είτε ο ένας είτε ο άλλος από τους δύο, Λατ. uter, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κανονικά σε ενικ., αλλά σε πληθ. όταν υπάρχουν πολλοί σε καθεμία από τις δύο πλευρές, π.χ. λέγεται για δύο αντίπαλα στρατεύματα, στο ίδ. κ.λπ.· επίσης, ὁποτεροσοῦν, σε Πλάτ. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, Ζεὺς οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσαφῶς ὁποτέρων ἀρξάντων, αντί ἀσαφὲς ὂν ὁπότεροι iν ἄρξωσιν, σε Θουκ. 3. ο ένας ή ο άλλος από τους δύο, Λατ. alteruter, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. επίρρ. ὁποτέρως, με ποιον από τους δυο τρόπους, ως αναφορ., σε Θουκ. κ.λπ. III. επίσης το ουδ. ὁπότερον ή -ερα, ως επίρρ. σε πλάγιες ερωτήσεις, Λατ. utrum, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.