Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁμιλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁμιλέω, μέλ. -ήσω (ὅμιλοςI. 1. είμαι σύντροφος με, συναναστρέφομαι, με δοτ. πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· επίσης, ὁμιλέοι μετὰ Τρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ, συμφωνεί με τους προηγούμενους ομιλητές, στο ίδ. 2. απόλ., γίνομαι μέλος της συντροφιάς, σε Ομήρ. Οδ.· περὶ νεκρὸν ὁμ., συνωστίζονταν γύρω από το πτώμα, σε Όμηρ. II. με εχθρική σημασία, συνάπτω μάχη με, ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν, στον ίδ.· απόλ., συμπλέκομαι, μάχομαι, σε Ομήρ. Ιλ. III. 1. λέγεται για κοινωνική συναναστροφή, συζητώ με, συναναστρέφομαι, συνδέομαι φιλικά με άλλους, σχετίζομαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀλλήλοις, μετ' ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους, σε Πλάτ.· λέγεται για μαθητές, συχνάζω στις διαλέξεις ενός συγκεκριμένου δασκάλου, είμαι μαθητής του, σε Ξεν. 2. απόλ., έχω φιλική σχέση, σε Ηρόδ. IV.λέγεται για γάμο, σε Σοφ., Ξεν. V. 1. χρησιμ. για πράγματα ή εργασίες με τις οποίες ασχολείται κάποιος, επιμελούμαι, καταγίνομαι με, ὁμιλεῖν πολέμῳ, σε Θουκ.· πράγμασι καινοῖς, σε Αριστοφ.· φιλοσοφίᾳ, σε Πλάτ.· ομοίως, περίπου όπως τα χρῆσθαι, νομίζειν, Λατ. uti, ὁμ. τύχαις, η τύχη είναι με το μέρος μου, σε Πίνδ.· εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖν, σε Ευρ.· ἐκτὸς ὁμιλεῖ (ενν. τῶν ὀργῶν), δηλ. είναι έξω φρενών, παραλογίζεται, σε Σοφ. 2. πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ... ὁμ., δεν συντροφεύει δύστροπα μυαλά, σε Πίνδ.· κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶτέρψιν ὁμιλεῖν, μου έδωσε σαν μερίδιο την ευχαρίστηση του κρασιού να μου κρατάει συντροφιά, σε Σοφ. VI. συμπεριφέρομαι σε κάποιον, ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν ὡμίλησε, σε Θουκ. VII. λέγεται για τόπο, έρχομαι σε, επισκέπτομαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.