Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀρέγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀρέγω, παρατ. ὤρεγον, μέλ. ὀρέξω, αόρ. αʹ ὤρεξαΜέσ. και Παθ. μέλ. ὀρέξομαι, αόρ. αʹ ὠρεξάμην και ὠρέχθην, παρακ. ὤρεγμαι, αναδιπλ. γʹ πληθ. ὀρωρέχαται, υπερσ. -έχατο· I. 1. φθάνω με το χέρι, τεντώνω, εκτείνω, Λατ. porrigo, χεῖρ' ὀρέγων, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, προς ικεσία, στο ίδ. 2. απλώνω, εκτείνω το χέρι μου, δίνω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. II. Μέσ. και Παθ. 1. απόλ., απλώνομαι, τεντώνομαι προς τα έξω, τεντώνω το χέρι μου προς τα έξω, σε Όμηρ.· ὀρέξασθαι ἀπὸ δίφρου, τεντώνομαι ή στηρίζομαι για να τεντωθώ πάνω από το άρμα, σε Ησίοδ.· ἔγχει ὀρεξάσθω, άφησέ τον να επιτεθεί χτυπώντας με το δόρυ (επάνω στο άρμα, αντί να κατεβεί απ' αυτό), σε Ομήρ. Ιλ.· ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, λέγεται για άλογα, τεντώθηκαν χυμώντας, κάλπασαν προς τη μάχη, στο ίδ.· ὀρέξατ' ἰών, τεντώθηκε καθώς βάδιζε, δηλ. τέντωσε το βήμα του, περπατούσε με μεγάλα βήματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, τέντωναν τον αυχένα τους (όπως το irasci in cornua, in clipeum assurgere, του Βιργ.), στο ίδ.· λέγεται για ψάρι, έρχομαι, τεντώνομαι προς το δόλωμα, σε Θεόκρ. 2. α) με γεν., τεντώνω τα χέρια μου προς ή για να πιάσω κάτι, αρπάζω, οὗ παιδὸς ὀρέξατο, άπλωσε τα χέρια του προς το παιδί του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με εχθρική σημασία, τοῦ Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος ὦμον, τον χτύπησε πρώτα στον ώμο, στον ίδ.· ομοίως, ἔφθη ὀρεξάμενος σκέλος (ενν. αὐτοῦ), στο ίδ. β) μεταφ., τεντώνομαι για να πιάσω κάτι, αρπάζω, επιθυμώ σφοδρά κάτι, με γεν., σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν, σε Ευρ. 3. με αιτ., αυτοεξυπηρετούμαι, σερβίρομαι, σῖτον, στον ίδ.