Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀπίσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀπίσω[ῐ] (ὄπιςΕπικ. ὀπίσσω, επίρρ.· I. 1. λέγεται για τόπο, προς τα πίσω, σε αντίθ. προς το πρόσω, σε Ομήρ. Ιλ.· στην πεζογραφία επίσης τὸ ὀπίσω, συνηρ. τοὐπίσω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. πίσω, ξανά πίσω, δηλ. από τον ίδιο δρόμο από τον οποίο ήλθε κάποιος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 3. ξανά, πάλι, ἀνακτᾶσθαι ὀπίσω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. με γεν., δεῦτε ὀπίσω μου, ελάτε πίσω μου, ακολουθήστε με, σε Κ.Δ. II. 1. λέγεται για χρόνο, στο εξής, στο μέλλον, καθώς το μέλλον είναι αδιόρατο και άρα πίσω μας, έξω από το οπτικό μας πεδίο, ενώ το παρελθόν είναι γνωστό και μπροστά στα μάτια μας, σε Όμηρ.· ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσω λεύσσει, σε Ομήρ. Ιλ.· οὔτ' ἐνθάδ' ὁρῶν οὔτ' ὀπίσω, ούτε το παρόν ούτε το μέλλον, σε Σοφ. 2. ἐν τοῖσι ὀπίσω λόγοις, στα επόμενα βιβλία, σε Ηρόδ.