Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔν-ειμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔν-ειμι (εἰμί, sum), μέλ. -έσομαι· I. 1. υπάρχω, βρίσκομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. πληθ., βρίσκομαι αναμεταξύ, ανάμεσα, σε Ηρόδ. 2. απόλ., ενυπάρχω, είμαι σε αφθονία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· σίτου οὐκ ἐνόντος, καθώς δεν υπήρχε καθόλου σιτάρι εκεί, σε Θουκ.· ἱερῶν τῶν ἐνόντων, τα ιερά που υπήρχαν εκεί, στο μέρος εκείνο, στον ίδ. II. 1. είμαι δυνατός να γίνω, σε Τραγ. κ.λπ. 2. απρόσ., με δοτ. προσ. και απαρ., αυτό που είναι μέσα στην εξουσία κάποιου, αυτό που είναι δυνατό ή επιτρέπεται, σε Σοφ. κ.λπ. 3. ουδ. μτχ., ἐνόν, απόλ., αυτό που υπάρχει, σε Λουκ. 4. τὰ ἐνόντα, όσα είναι δυνατά ή πιθανά, σε Δημ.