Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐφ-ικνέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐφ-ικνέομαι, Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφίξομαι, αόρ. βʹ ἐφῑκόμην, Ιων. ἐπ-, αποθ.: I. 1. φθάνω κάποιον, σκοπεύω προς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. εκτείνομαι ή φθάνω, ἐφ' ὅσον μνήμη ἐφ., σε Ξεν. κ.λπ. 3. μεταφ., πλησιάζω, προσεγγίζω, περιγράφω, Λατ. rem acu tagnere, τῷ λόγῳ ἐφ. τῶν ἐκεῖ κακῶν, σε Δημ.· ομοίως, ἐς τὰ ἄλλα ἐπίκεο, σε Ηρόδ. 4. φθάνω, γίνομαι κάτοχος, πλησιάζω, κατακτώ, ἀνδραγαθίας, σε Αισχίν. κ.λπ. II. με αιτ., επέρχομαι, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο, σε Πίνδ.· με διπλή αιτ., ἐπικέσθαι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, τον πλήττω με συμφορές, σε Ηρόδ.