LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιμελητής"
- ἐπιμελητής, -οῦ, ὁ (ἐπιμελέομαι), αυτός που έχει την φροντίδα, την επιμέλεια ενός πράγματος, διοικητής, διευθυντής, επιμελητής, επιστάτης, επόπτης, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.