Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιμέλεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπιμέλεια, (ἐπιμελής), I. φροντίδα, περιποίηση, Αττ. πεζός λόγος· επίσης στον Ηρόδ.· πληθ., μέριμνες, έγνοιες, βάσανα, στενοχώριες, σε Ξεν. κ.λπ.· με γεν., φροντίδα, μέριμνα για κάτι, προσοχή σε κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, περί τινος, στον ίδ.· πρός τινα ή τι, σε Δημ. II. δημόσιο λειτούργημα ή επιστασία, Λατ. procuratio, σε Αισχίν.· κάθε είδους φροντίδα, Λατ. studium, σε Ξεν. κ.λπ.