Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπ-αγγέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. -ήγγελκα· 1. λέω, διακηρύσσω, αναγγέλλω, ανακοινώνω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.Μέσ., διακηρύσσω, αναγγέλλω μέσω κήρυκα, στον ίδ. 2. δίνω διαταγές, προστάζω, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., στρατιὰν ἐπ., όπως το Λατ. milites imperare, διέταζε το στράτευμα να προετοιμαστεί, σε Θουκ.· επίσης και στη Μέσ., σε Ηρόδ. 3. ως Αττ. δικανικός όρος, καταγγέλλω κάποιον που ενέχεται σε ἀτιμίαν, ωστόσο συνεχίζει να μετέχει σε δημόσιες υποθέσεις, σε Αισχίν. κ.λπ. 4. υπόσχομαι, τί τινι, σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., προσφέρω, σε Ηρόδ. 5. επαγγέλλομαι, έχω ως επάγγελμα, τι, σε Δημ.· ομοίως και στη Μέσ., όπως το Λατ. profiteri, σε Ξεν., Πλάτ. 6. αξιώνω, απαιτώ, παρά Θουκ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Δημ.